«Ο Υπηρέτης». Γυρισμένος το 1963, ο εξαιρετικός «Υπηρέτης» που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες υπήρξε η πρώτη από τις τρεις συνεργασίες που είχε με τον Χάρολντ Πίντερ ο μεγάλος Τζόζεφ Λόουζι (ακολούθησε το «Τρίγωνο των αμαρτωλών» του 1967 και ο «Μεσάζων» το 1971). Σημειώστε πως ο πρώτος διασκευάζει εδώ το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μομ –όπου ένας νέος, εργένης και αλαζόνας αριστοκράτης αγοράζει ένα σπίτι στο Λονδίνο και προσλαμβάνει έναν –πεπειραμένο –υπηρέτη προκειμένου να το περιποιείται. Η φαινομενικά υποτακτική μορφή του υπηρέτη όμως θα αρχίσει σιγά σιγά να εδραιώνει τη θέση της στο σπίτι. Σύντομα, ο έλεγχος επί της ζωής του εργοδότη θα είναι πλήρης. Το μόνο που μπορεί πλέον να ακολουθήσει είναι η υπονόμευση και η καταστροφή.
Στο πρωτότυπο μυθιστόρημα ο Μομ ουσιαστικά αναποδογυρίζει μια εξουσιαστική ακολουθία με μοναδικό σκοπό να την ξεγυμνώσει –να αποκαλύψει δηλαδή τόσο τις πρακτικές της όσο και το «άρρωστο» κομμάτι εντός μας που την συντηρεί. Ο Χάρολντ Πίντερ πάλι υπήρξε ίσως ο πιο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας του μεταπολεμικού βρετανικού θεάτρου: Ο «Επιστάτης» του και το «Πάρτι γενεθλίων» άφησαν εποχή, ενώ η πρόζα του ήταν τόσο χαρακτηριστική που οδήγησε στη συγγραφή του λήμματος «πιντερικό» –όρος που εισήχθη στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης. Και ο Λόουζι, Αμερικανός που ζούσε στο Λονδίνο όπως περίπου ο Κιούμπρικ, κινηματογραφιστής που λάτρευε την κάμερα, τις απεριόριστες δυνατότητες της εικόνας, τη δύναμη του μέσου. Μιλάμε δηλαδή για ασύλληπτο παρεάκι.
Ετσι, η περίτεχνη φωτογραφία, που παρακολουθεί ένα σπίτι ως κλουβί, συναντά τις εξόχως απέριττες στιχομυθίες του πρωταγωνιστικού ζεύγους (ο Τζέιμς Φοξ, ιδανικός για τον ρόλο, και ο Ντερκ Μπόγκαρτ που, πλέον, έχει κατορθώσει να αποτινάξει τη ρετσινιά του γόη και να αφοσιωθεί σε έναν περίπλοκο χαρακτήρα) σε ένα φιλμ στιλπνό, σκοτεινό αλλά και αινιγματικό: θέλοντας να ξεγλιστρήσει από το ψαλίδι του λογοκριτή, ο Λόουζι κάλυψε την –ξεκάθαρα –ομοφυλοφιλική σύνδεση των χαρακτήρων με μια στρέιτ σεναριακή επίφαση, που όμως λειτουργεί περισσότερο ως ειρωνεία. Και από την ειρωνεία αυτή προκύπτει μια υπόκωφη ένταση που θεριεύει εντυπωσιακά όσο το φιλμ οδεύει αμετάκλητα στην τραγική του κατάληξη.