«Στις αρχές του χειμώνα του 1976 όταν ο Καζαντζίδης παρουσίασε ζωντανά ένα βράδυ δευτεριάτικο το “Υπάρχω” στην κρατική τηλεόραση, άδειασαν οι δρόμοι της Αθήνας και των μεγαλουπόλεων της επαρχίας. Νέκρωσαν τα πάντα και όλη η Ελλάδα είχε στηθεί μπροστά στις οθόνες». Αυτά έγραφε ο Πάνος Γεραμάνης πριν από χρόνια και το θυμήθηκα με αφορμή τον τελικό του «Survivor», που σήμερα προβλέπεται να προκαλέσει μπλακάουτ στη δημόσια ζωή. Φαντάζομαι ότι και τότε κάποιοι θα πλατάγιζαν τη γλώσσα τους παράγοντας το χαρακτηριστικό «τς, τς, τς», κράμα απαξίωσης και απελπισίας, αφού η μανία με τον Καζαντζίδη έχει βιωματικές παρά καλλιτεχνικές αναφορές. Επίσης επί χούντας, οι δρόμοι της Αθήνας ερήμωναν όταν ο συνταγματάρχης Βαρτάνης έπαιρνε κρίσιμες αποφάσεις στον «Αγνωστο πόλεμο». Και τη δεκαετία του 1980 δεν κουνιόταν φύλλο το βράδυ που θα μαθαίναμε ποιος πυροβόλησε τον Τζέι Αρ στο «Ντάλας».

Στην ιστορία της ποπ κουλτούρας ο κόσμος παθαίνει μαζικές υστερίες. Με έναν καλλιτέχνη, ένα έργο ή σίριαλ, ένα τραγούδι, ένα παιχνίδι. Είναι εκτόνωση και ένα είδος, έστω και αλλοτριωμένης, συγκολλητικής ουσίας. Οπως ακριβώς το ποδόσφαιρο και φαντάζομαι ότι ουδείς εξανέστη στις 4 Ιουλίου 2004 όταν όλη η Ελλάδα είχε συντονιστεί στον ρυθμό του τελικού του Euro. Ας μην ανησυχούν, λοιπόν, οι θεματοφύλακες της διανόησης. Το «Survivor» μπορεί να είναι και ένα μέτρο ενάντια στην εθνική μας κατάθλιψη. Σε βάθος χρόνου κανείς δεν απειλείται από αυτό (εκτός ίσως από τους τηλεοπτικούς παραγωγούς που θα επιχειρήσουν να αναπαραγάγουν την επιτυχία). Η απειλή είναι ότι γι’ αυτό το μέτρο δεν υπάρχει αντίμετρο.