Οσοι γράφουμε στήλες χρονογραφικές στις εφημερίδες θα έπρεπε να εκφράζουμε καθημερινά την ευγνωμοσύνη μας σε άτομα περιθωριακά, σε ναρκομανείς, σε αστέγους ή σε οδηγούς ταξί, σε πωλητές καταστημάτων, σε υπαλλήλους δημόσιων υπηρεσιών, αφού με τη συμπεριφορά τους γίνονται το έναυσμα ώστε να γραφεί το κείμενο των 300, 450 ή 600 λέξεων, ανάλογα με το όριο που σου έχει δοθεί ως χρονικογράφου. Οχι βέβαια για το θέμα που σου προσφέρουν –τα θέματα δεν λείπουν ποτέ –αλλά κυρίως γιατί σου δίνεται η ευχέρεια να προχωρήσεις σ’ ένα βάθος με ένα ανθρώπινο φιλοσοφικά αντίκρυσμα, όπως πολύ δύσκολα θα γινόταν αν ως αφορμή ήταν ένας πολιτικός –ο οποιοσδήποτε.

Είναι άλλωστε ο λόγος που δεν τον περιλάβαμε στις κατονομαζόμενες κατηγορίες στην αρχή του κειμένου, μια κι η παρουσία του σπάνια να αναπέμψει κάτι το αποκαλυπτικό, όπως ο άστεγος που στήνει το βιος του και το στρώμα του κάθε βράδυ, γύρω στις 11, στην είσοδο ενός καταστήματος, σε μια εσωτερική στοά, επί της οδού Αιόλου. Για οποιονδήποτε περαστικό που, προκειμένου να συντομεύσει τη διαδρομή του και να μην κάνει τον γύρο του κτιρίου, θελήσει να χρησιμοποιήσει αυτήν τη στοά, ο άστεγος, χωρίς να μασάει τα λόγια του ή να ζητάει βοήθεια, όπως θα θεωρούνταν αναμενόμενο, σχεδόν επιθετικά τού κάνει την παρατήρηση: «Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να περνάς από δω; Φύγε αμέσως».

Για έναν άνθρωπο που θα του έχει απευθυνθεί σε όλους τους τόνους το ρήμα «φύγε» ή κάποιο παρεμφερές, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την ευχαρίστηση που θα μπορεί να αισθάνεται χρησιμοποιώντας το για λογαριασμό του. Μια ευχαρίστηση που τον κάνει να μεταβάλλει σε ιδιοκτησία του έναν χώρο ξένο, προσφέροντας τη λύση ενός προβλήματος που ταλανίζει την ανθρωπότητα από γεννησιμιού της. Οτι άνθρωποι που έχουν ταλαιπωρηθεί στη ζωή τους επαναλαμβάνουν, αν συμβεί ν’ αποκτήσουν εξουσία, εις βάρος άλλων ανθρώπων, τις ίδιες και χειρότερες ταλαιπωρίες σε σχέση με αυτές που έχουν υποστεί οι ίδιοι.