Είναι κάτι πλατείες, πλατειούλες για την ακρίβεια, σε κεντρικά σημεία της Αθήνας, αλλά και σε απόμερες γειτονιές της, που το προχωρημενο φθινόπωρο και τον χειμώνα τις διασχίζεις πάντα βιαστικά, αδιάφορος για καθετί που μπορεί να συμβαίνει, αλλά σαν ουρανόσταλτες μοιάζουν το καλοκαίρι, κυρίως τις μέρες της μεγάλης ζέστης. Τώρα που η καταθλιπτική τους όψη μοιάζει να ζωηρεύει, τις αισθάνεσαι σαν ένα απάγκιο, καταφύγιο σχεδόν, ιδίως τις προχωρημένες ώρες της νύχτας. Με τα ελάχιστα λυμφατικά δεντράκια τους, τη σκυθρωπή πρόσοψη των γύρω πολυκατοικιών που, σαν συνεννοημένες μεταξύ τους, δεν θα δεις στα μπαλκόνια τους να θάλλει ένα φυτό ή μια φουντωμένη γλάστρα, συλλαμβάνεις τον εαυτό σου σχεδόν να τις ονειροπολεί, ιδίως αν συμβαίνει να υπάρχει και κανένα ταβερνάκι με απλωμένες έναν γύρο τις καρέκλες του.

Οπως δηλαδή κάποια στιγμή θα κάθεσαι με τους φίλους σου και θα φλυαρείτε και θα λέτε, και θα λέτε, χωρίς να θυμάσαι ποτέ την επομένη τι ακριβώς είπατε, αν ήταν για πολιτική ή για θέατρο, γιατί σημασία είχε που ήσασταν μαζί, και τον στίχο του Κώστα Βάρναλη «σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλον», έστω κι αν στην πραγματικότητα δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αισθάνεσαι τη συντροφιά σου και τις γύρω συντροφιές να τον έχουν εικονογραφήσει στην εντέλεια. Οαση τους καλοκαιρινούς μήνες οι αδιάφορες πλατειούλες του χειμώνα, ακόμη και για όσους δεν έχουν τα 3,5 ευρώ για μια μερίδα φασόλια με ψωμί (τόση είναι η ελαχιστότερη τιμή προκειμένου να φάει κανείς σε μια σχετική ταβέρνα), καθώς μια σειρά από τρία – τέσσερα παγκάκια μπορεί να φιλοξενήσουν εννιά με δώδεκα ανθρώπους.

Με τους περαστικούς να λοξοκοιτάζουν όσους ήδη κάθονται προσπαθώντας να διευκρινίσουν τις προθέσεις τους, αν κάποιος δηλαδή προετοιμάζεται να σηκωθεί και να φύγει ώστε να ελευθερωθεί μια θέση –ύψιστη πολυτέλεια σε σχέση με τις ανάγκες της ώρας. Πόσοι άραγε, χωρίς να τη γνωρίζουν, να παρηγοριούνται με την κουβέντα που έχει πει σε φίλους της η Κική Δημουλά (μένει κοντά σε μια τέτοια πλατεία), ότι «η θέα είναι άπαξ, είτε βλέπεις τον Παρθενώνα είτε μια κεραία τηλεοράσεως, από μια στιγμή κι έπειτα είναι το ίδιο πράγμα», αφού αισθάνονται πάνω στο σώμα τους τη μεγαλύτερη ανακάλυψη που έχει κάνει ώς σήμερα ο άνθρωπος, κάτι δηλαδή που του φαινόταν ώρες ώρες ανυπόφορο, να μπορεί να του προσφέρει μεγάλη παρηγοριά.