Ετος 1979. Πεπεισμένη για την αναγκαιότητα συμφιλίωσης του γερμανικού και του γαλλικού λαού, 30 και πλέον χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Σιμόν Βέιλ ρίχνεται στη μάχη της Ενωμένης Ευρώπης. «Πρέπει να ξεπεράσουμε την επιθυμία για εκδίκηση, να καταφέρουμε να ξαναζήσουμε» λέει. Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εκλέγονται για πρώτη φορά με καθολική ψηφοφορία. Επικεφαλής της λίστας υποψηφίων της γαλλικής Κεντροδεξιάς, η υπουργός Υγείας του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν πολλαπλασιάζει τις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Ενα βράδυ, στο Παρίσι, μέλη του Εθνικού Μετώπου, με επικεφαλής τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, εισβάλλουν στον χώρο και αρχίζουν να φωνασκούν, περιλούζοντάς τη με ύβρεις. Της χρεώνουν πολλά, αλλά πάνω από όλα τον νόμο για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων που επέβαλε με τόσο σθένος και τόση αξιοπρέπεια στη γαλλική Εθνοσυνέλευση, τέσσερα χρόνια νωρίτερα. «Δεν με τρομάζετε εμένα. Επέζησα χειρότερων από εσάς, δεν είστε παρά κοντοπόδαροι SS» τους απαντά με σταθερή φωνή και ένα ελαφρύ ειρωνικό μειδίαμα εκείνη που έχασε στο Αουσβιτς μάνα, πατέρα και αδελφό.
Αν πρέπει να κρατήσει κανείς στη μνήμη του μόνο μία εικόνα από τη Σιμόν Βέιλ, που απεβίωσε την Παρασκευή σε ηλικία 89 ετών, είναι αυτή. Η Γαλλία την αποχαιρέτησε χθες και επίσημα με μια μεγαλοπρεπή, συγκινητική τελετή στον αύλειο χώρο του Μεγάρου των Απομάχων. Επίσημοι και απλοί πολίτες χειροκρότησαν θερμά, για ώρα, την ανακοίνωση του Εμανουέλ Μακρόν, στο τέλος του επικήδειου λόγου του, πως η Σιμόν Βέιλ, μαζί και ο αγαπημένος της σύζυγος, θα αναπαυθεί στο Πάνθεον, πλάι στον Βολταίρο και τον Ζολά, τον Ρουσό και τον Ζορές και μόλις τέσσερις ακόμη γυναίκες που έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να μπουν σε αυτόν τον ναό της Γαλλικής Δημοκρατίας που διακηρύσσει στην προμετωπίδα του: «Στους μεγάλους άνδρες, η πατρίδα ευγνωμονούσα». Θα είναι μάλιστα η πρώτη προσωπικότητα της Ε’ Γαλλικής Δημοκρατίας που ενταφιάζεται στο Πάνθεον αμέσως μετά τον θάνατό της. Μια απόφαση που λήφθηκε «σε συμφωνία με την οικογένειά της», όπως είπε ο γάλλος πρόεδρος, μια εκδήλωση «της τεράστιας ευγνωμοσύνης του γαλλικού λαού σε ένα τόσο αγαπημένο παιδί του, το παράδειγμα του οποίου δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ».
Δεν ακούστηκε μόνο η «Μασσαλιώτιδα» χθες στο προαύλιο των Invalides, αλλά και το «Chant des marais», η γαλλική έκδοση του «Die Moorsoldaten», του «τραγουδιού των εκτοπισμένων» στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, την ώρα που το φέρετρο με τη σορό της Σιμόν Βέιλ κατευθυνόταν προς την αιωνιότητα. Πρώτος πήρε τον λόγο ο μεγαλύτερος γιος της Ζαν Βέιλ. «Μαμά, μαμά» άρχισε. Απευθυνόμενος σε εκείνη, περιέγραψε τις μνήμες του Ολοκαυτώματος που του μεταβίβασε. Και τα «μαθήματα ζωής» που η Σιμόν Βέιλ κράτησε από αυτή την «ανεξίτηλη τραγωδία», όπως την αποκαλούσε ο πατέρας του.
«Σε πείσμα ενός απόλυτου σκεπτικισμού για τη συμπεριφορά των ανθρώπων, κράτησες μια καλοπροαίρετη ενέργεια προκειμένου να βοηθάς, σε όλες τις συνθήκες, εκείνες και εκείνους που υποφέρουν». «Από αυτή την εμπειρία έμαθες να ξεχωρίζεις το σημαντικό από το δευτερεύον. Εδινες έτσι λιγότερη σημασία στις σχολικές μας επιδόσεις και περισσότερη στο ηθικόν της συμπεριφοράς μας και στην ποιότητα των αντιδράσεων ή των απόψεών μας». «Ανέκαθεν απέρριπτες τις συμβατικές ιδέες και πάντα εντυπωσιαζόμουν από την απαράμιλλη και τόσο καθησυχαστική κοινή λογική σου». «Νομίζω πως ο θρυλικός χαρακτήρας σου, η αποφασιστικότητά σου, αποτελεί τον μίτο της πανοπλίας που σου επέτρεψε να επιβιώσεις από την κόλαση». «Σήμερα θέλω να σου πω πως σε συγχωρώ που μου αναποδογύρισες στο κεφάλι, ενώ καθόμασταν στο τραπέζι, μια καράφα γεμάτη νερό θεωρώντας ένα σχόλιο που είχα κάνει σεξιστικό. Σ’ αγαπώ, μαμά».
«Αυτός ο εθνικός φόρος τιμής», πήρε τον λόγο ο μικρότερος αδελφός του, επίσης δικηγόρος, Πιερ Φρανσουά Βέιλ, «είναι η ύστατη νίκη σου πάνω στα στρατόπεδα του θανάτου και σε εκείνη τη νύχτα του Μαρτίου του 1945, ίσως εκείνη της 18ης προς τη 19η Μαρτίου, στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, όταν πριν καν επιστρέψεις από τα καταναγκαστικά έργα, υπό το ανήμπορο βλέμμα της Μιλού, της αδελφής σου, οι kapo πήραν το εξαντλημένο, άψυχο κορμί της μητέρας σας, της γιαγιάς μας, για να το πετάξουν στον κοινό τάφο των 6 εκατομμυρίων ψυχών και σταχτών που καλύπτουν για πάντα την ιστορία μας».
Η οικογένεια είχε θελήσει να είναι η τελετή ανοιχτή στο κοινό. Και ήταν πολλοί εκεί, άνθρωποι κάθε ηλικίας, ακόμη και μωρά σε καροτσάκια. «Για μένα», είπε στη «Monde» μια νέα γυναίκα, «η Σιμόν Βέιλ εκπροσωπεί την ακεραιότητα, τη γενναιότητα και μια πραγματική δύναμη. Είναι μια ολόκληρη ζωή αφιερωμένη σε αγώνες. Κατ’ αρχάς για την επιβίωσή της, κατόπιν για την επιβίωση της Ευρώπης, και ενδιάμεσα στον νόμο για την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων. Και στάθηκε όρθια απέναντι σε όλες τις κριτικές. Είναι επίσης μια πολύ όμορφη γυναίκα».