Τέσσερα ξύλινα κουτιά. Πάνω τους τέσσερα (μαύρα) ράσα. Και τέσσερα ζευγάρια λευκά γάντια. Μπροστά τους, τέσσερα αναλόγια. Και αίφνης, οι φωνές. Οι φωνές τους! Από μακριά. Σαν χορωδία –σάουντρακ ταινίας του σοβιετικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Και μια άλλη φωνή, από το κέντρο της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου, να ξεκινά: «Τα πέρατα της ψυχής δε θα βρεις προχωρώντας, όσο μακριά και αν σε φέρει ο δρόμος σου…» (ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο – Ηράκλειτος). Η φωνή του Ξένου – Δημήτρη Λιγνάδη (τι φωνή για την Επίδαυρο!) που σε αυτή την παράσταση, για τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» κατά Σοφοκλή, ήταν και έγινε και η φωνή του Χορού, στην εκδοχή του Σταύρου Τσακίρη.
Αυτές οι φωνές, αυτή η –καλλίφωνη –πολυφωνία που μηρύκαζε φθόγγους και φωνήεντα (από το αρχαίο κείμενο;), στέλνοντάς τα στη δροσερή αργολική νύχτα, με πρωτοψάλτες τους Πέτρο Δασκαλοθανάση, Παναγιώτη Διαμαντόπουλο, Θεόδωρο Παλτόγλου, Κωνσταντίνο Τριανταφυλλίδη, αυτή η «πρωτόγονη» ανθρώπινη μουσική, πλασμένη από τον πολυπράγμονα συνθέτη Μίνω Μάτσα, ήταν η αρχή και ο πρωταγωνιστής της δεύτερης φετινής παράστασης των Επιδαυρίων.
Πανταχού παρούσα η μουσική του Μίνου Μάτσα, οι φθόγγοι ή τα φωνήεντα, λάλοντα. Αλλοτε σαν βυζαντινό μέλος, άλλοτε σαν ορφικός ύμνος. Να ενισχύουν (και) τις δραματικές κορυφώσεις σε μία από τις πιο λόγιες, πιο άδραστες τραγωδίες. Με την πρεμιέρα ανήμερα της Αγίας Κυριακής, 7/7/17. Σε ένα σκηνικό λιτό (Κένι ΜακΛέλαν), με ξύλινα κουτιά, άλλοτε πυλώνες, άλλοτε φυλακές, άλλοτε γραμμές προς τον ορίζοντα. Σε μια παράσταση, η οποία σχεδιάστηκε αρχικά από το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών, αλλά ύστερα από περιπέτειες, αλλαγές, οικονομικούς φόβους και ανάληψη από ιδιώτη παραγωγό, έφτασε τελικά στο κοίλον, ελκύοντας 2.800 θεατές στην πρεμιέρα –4.500 κατά την παραγωγή –και 5.500 το Σάββατο –7.000 κατά την παραγωγή. Και, παράξενη σύμπτωση, ήρθε να κουμπώσει, σε χρονική παραλληλία στον μύθο των Λαβδακιδών, με τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου, κατά ΚΘΒΕ και Τσέζαρις Γκραουζίνις που άνοιξαν –σε επανάληψη φέτος –τα Επιδαύρια.
ΣΑΝ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΦΙΓΟΥΡΕΣ. Το χειροκρότημα υποδέχθηκε τον 82χρονο Κώστα Καζάκο, ογκώδη και επιβλητικό Οιδίποδα, με άρθρωση και φωνή σθεναρή (που δεν έχασε ποτέ τα πάμπολλα λόγια της), με μια μάσκα απόγνωσης διαρκώς στο τυφλωμένο πρόσωπο. Με βαστάζο την κόρη του Αντιγόνη – Κόρα Καρβούνη, που υποκριτικά φάνηκε να λάμπει μακριά από τη στομφώδη σύμπραξη με τον θεατρικό πατέρα της. Ντυμένοι και οι δύο σαν κλισέ φιγούρες από την Παλαιά Διαθήκη, με κάτι από μιλιτέρ (με τα –αμφιλεγόμενα –κοστούμια της Θάλειας Ιστικοπούλου), μετωπικά, απέναντι ακριβώς από μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ που κάθονταν στους θώκους και τις πρώτες κερκίδες.
«Στο δέντρο της σιωπής κρέμεται ο καρπός της γαλήνης» επέμεινε με Ηράκλειτο ο Ξένος – Δημήτρης Λιγνάδης, δωρικός, με τη στεντόρεια καθαρή φωνή δίχως ίχνος στόμφου (μεταξύ μας: σαν από άλλη παράσταση). Εμ δεν ήταν σιωπή. Εν αρχή ην ο λόγος. Του Σοφοκλή, βεβαίως. Στη μετάφραση, που δεν ήταν δυνατόν να «σωθεί» από τη δραματουργία της Λουίζας Αρκουμανέα (ακόμη σιγοτραγουδώ τους γοητευτικούς στίχους της από τον κατά Τσακίρη επίσης εξαίρετο «Βόιτσεκ» του ΚΘΒΕ) ή μάλλον στην παράφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, μόνο εν αρχή δεν ήτο. Δύσκαμπτα συναρμοσμένες λέξεις, φράσεις αποδοσμένες με την αθωότητα (ή μήπως όχι;) μαθητή από το πρωτότυπο, με λέξεις βαλμένες όχι προς κατανόηση της έννοιάς τους, αλλά ως στείρα γλωσσικά ποικίλματα [κάτι σαν τα «κρεματζούλια» του ναπολεόντειου χρυσού στεφάνου που βάρυνε μαζί με την μπλε στολή Ρώσου(;) ναυάρχου, τον Θησέα – Αρη Τρουπάκη]. Λέξεις και φράσεις (σε δυσαναλογία πολύ συχνά με τους αγγλικούς υπέρτιτλους) που δεν διευκόλυναν τον Οιδίποδα – Καζάκο να εξηγήσει πώς «έπαθε τα αίσχιστα άθελά του» και πώς «αφού έπαθε αντέδρασε» και είναι πλέον «αέναα φυγάς και φτωχός» (αυτό την ώρα που μια γατούλα έκανε ανενόχλητη τον γύρω της ορχήστρας).
ΑΚΟΥΣΤΗΚΑΝ. «Θα τον εγκαταστήσω συμπολίτη» έβαζε στο στόμα του Θησέα ο πολύφερνος μεταφραστής, με τον Οιδίποδα να ζητά να «μην τρέφουμε με ακαθαρσίες το γήρας», όταν ο Κρέων – Δημήτρης Ημελλος ντυνόταν επί σκηνής κόκκινος μπέης (με «κρεματζούλια» ξανά στο καπέλο) και τέσσερα μέλη του χορού εμφανίζονταν –αψυχολόγητα; –με μπούρκα και εντός ολίγου κουνούσαν και γυρνούσαν στα δάχτυλα κάτι μπαστούνια του Σαρλό. Τόσο το κοινό όσο και οι κόρες του Οιδίποδα που έπεσαν θύματα αρπαγής του Κρέοντα αρχικά, ύστερα από όλα αυτά κατέληξαν «ζωντανοί και ακέραιοι από τις απειλές που δέχτηκαν» (έστω και… μεταφραστικές). Μακριά από τις «κούφιες αφροσύνες».
Προτού ο Πολυνείκης – Δημήτρης Λάλος εισπράξει την κατάρα του πατέρα του, επειδή τον έστειλε εξόριστο. «Θα μπορούσε κάποιος εγχώριος να φέρει εδώ τον πάντα άριστο Θησέα;» κάλεσε ο Οιδίπους, προτού μιλήσει για το «αφεγγές φως που κάποτε ήταν δικό του» στον ύστατο μονόλογο και η σκηνοθετική εκδοχή τον… πεθάνει επί σκηνής και τον καλύψει ένα σάβανο-φόδρα.
Με την «ανάσταση» του ηθοποιού Κώστα Καζάκου ήρθε και το χειροκρότημα από το περιορισμένο, πάντως προσεκτικό –για να κατανοήσει –κοινό. Αν και κάποιοι εθεάθησαν να κοιμούνται στις κερκίδες και άλλοι να παίζουν με τα κινητά τους. Προπαραμονή Πανσελήνου, βλέπετε.
INFO
Η παράσταση περιοδεύει ανά την Ελλάδα, απόψε στο Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου (21.15, εισιτήρια 12-15 ευρώ) και την Τετάρτη στο Σαϊνοπούλειο της Σπάρτης