Για πιθανές ζημιές στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές προειδοποιεί η Deutsche Bank AG, τις οποίες οικονομολόγος της τράπεζας αποδίδει στη στροφή των κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο προς μια πιο σφικτή νομισματική πολιτική. Ηδη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ βρίσκεται σε τροχιά αύξησης των επιτοκίων, ενώ πληθαίνουν οι πιέσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αρχίσει να κλείνει και αυτή τη στρόφιγγα του φθηνού χρήματος. Είναι ενδεικτικό ότι η Deutsche Bank χτυπά το καμπανάκι, επισημαίνοντας ότι οι τιμές στις αγορές έχουν φθάσει σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα, όπως είχε γίνει λίγο πριν να σκάσουν οι φούσκες του 2000 και του 2008.

Μετά την πρόσφατη κρίση, η χαλαρή νομισματική πολιτική που ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες ενθάρρυνε τις επενδύσεις υψηλού ρίσκου, με αποτέλεσμα να κινηθούν ανοδικά οι αγορές. Αλλά τώρα τα αντίστροφα βήματα στη νομισματική πολιτική, μέσω της αύξησης επιτοκίων και του ακριβότερου χρήματος, αναγκάζουν τους επενδυτές να επιστρέφουν σε ασφαλείς λιμένες. Συνεπώς, το κλίμα στα χρηματιστήρια γίνεται πιο ασφυκτικό. O επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank AG στην Ιαπωνία Mikihiro Matsuoka, στη σχετική ανάλυσή του που δημοσιεύει το Bloomberg, εκτιμά ότι η πρώτη φάση απόσυρσης ρευστότητας, στην οποία βρισκόμαστε τώρα, θα βλάψει τις αγορές περισσότερο από τις επόμενες φάσεις, οι οποίες ενδέχεται να είναι πιο ήπιες.

ΟΠΩΣ ΤΟ 2008. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ανάλυση του Matsuoka έχει το συμπέρασμα ότι η κεφαλαιοποίηση των χρηματιστηριακών αγορών στις επτά πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου αγγίζει σήμερα τα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν πριν από το ξέσπασμα της κρίσης το 2008. Ωστόσο, όπως προσθέτει, «δεν μπορούμε να ξέρουμε αν βρισκόμαστε σε φούσκα μέχρι τη στιγμή που θα σκάσει».

Ο οικονομολόγος της Deutsche Bank αρίθμησε τους λόγους για τους οποίους οι τιμές των μετοχών δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματική οικονομία. Μεταξύ αυτών είναι ότι η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ είναι υψηλότερη από τις αποδόσεις των μακροχρόνιων ομολόγων λόγω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Επίσης οι αποδόσεις των μερισμάτων αυξάνονται ταχύτερα από τις αποδόσεις των μακροχρόνιων ομολόγων.