«Η δημοκρατία θα πεθάνει αν δεν αλλάξετε μυαλά εσύ και η παρέα σου». Η κατηγόρια της Λυσιστράτης προς τον προύχοντα Πρόβουλο, που κατάφερε να λύσει στρατούς και να… καταλύσει τον πόλεμο στην αριστοφανική κωμωδία που φέρει το όνομά της και γράφτηκε πριν από 2.428 χρόνια, παραμένει –και πίνεται –ως ένα από τα πλέον δυνατά αντιπολεμικά αποστάγματα στη θεατρική ιστορία. Σ’ αυτό και γύρω από αυτό και όχι πάνω στη βωμολοχία (σε σεξουαλική αποχή, άλλωστε, καλεί η Λυσιστράτη τις γυναίκες της Ελλάδας για να λύσει τον πόλεμο) ή στη συνήθη επιθεωρησιακή λογική στηρίχθηκε η πιο… αριστοφανική ίσως, τα τελευταία χρόνια, παράσταση της «Λυσιστράτης» από τους Γιάννη Μπέζο – Πέτρο Φιλιππίδη. Η πρεμιέρα στο (5.500 θέσεων) Κατράκειο Θέατρο της Νίκαιας για την παραγωγή των αδελφών Τάγαρη έδειξε και κατέδειξε ότι δεν χρειάζονται τερτίπια για να γοητεύσει το κοινό η πιο δημοφιλής ίσως αρχαία κωμωδία. Και ο Πέτρος Φιλιππίδης, τυλιγμένος σε κίτρινο φόρεμα με ασορτί μαντό, καλυμμένος από την ξανθιά 80s περούκα του, δεν χρειάστηκε –δεν ήταν πρόθεσή του άλλωστε, όπως είχε διαλαλήσει και σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» –να καταφύγει σε γκαγκς, μούτες ή ακραίες χειρονομίες και υπαινιγμούς για να χειροκροτηθεί πολύ θερμά, να κερδίσει τον ρόλο ογκόλιθο της γυναίκας-συμβόλου (παιγμένο και στα αρχαία χρόνια από άνδρες) και να χαρίσει μια πολύ καλή στιγμή του στο φετινό καλοκαίρι των θεατρικών περιοδειών.
Γυναίκες εναντίον ανδρών; «Εκβιαστές» ανδρών; «Οι άντρες μάς περνούν για κωλοπετσωμένες» είναι η ατάκα της Λυσιστράτης στην Κλεονίκη (Δανάη Μπάρκα –ταλαντούχα κόρη της Βίκυς Σταυροπούλου). «Δεν λες κουφάλες;». «Και κουφάλες». Στιχομυθία, όπως αρκετές, με φαλλικές και σεξουαλικές αναφορές και άλλα… πικάντικα, που ο παππούς Αριστοφάνης μάς παρέδωσε γραμμένη. Και ο Κ.Χ. Μύρης τη μετέφερε με σεβασμό και αίσθηση απεύθυνσης σε σημερινό κοινό στη μετάφρασή του, που με τη σειρά της προσαρμόστηκε, σε σκηνοθεσία και απόδοση, από τον Γιάννη Μπέζο, ο οποίος ενδύθηκε και –τζιτζιφιόγκος –Πρόβουλος. Πόσες φορές, άραγε, τα τελευταία χρόνια έχουμε ακούσει ανέπαφο –αν και μεταφρασμένο στη νέα ελληνική –τον λόγο του παππούλη, δίχως φιοριτούρες και αναφορές στην πολιτική τού σήμερα. Βέβαια, ο ίδιος ο κωμωδιογράφος είχε στο στόχαστρο της αιχμηρής πένας του τους ασυνείδητους και αχόρταγους πολιτικούς στα έργα του. Κι εδώ: «Τα γερόντια φάγανε τα λεφτά από τους ένδοξους πολέμους, κέρδισαν ένα σωρό φοροαπαλλαγές και ρημάζουν τώρα τη χώρα». Τι μας θυμίζει; Δεν είναι παράξενο που κάποιοι από τους κάπου 4.500 θεατές έκαναν να χειροκροτήσουν στη φράση, όπως και στην παραίνεση να πάρουν νεότεροι τα ηνία. Κάτι ανάλογο συνέβη και στη σκηνή με την αναλογία της πολιτικής κάθαρσης με το πλύσιμο του μαλλιού και το χτύπημα με τον κόπανο, «για να φύγει η λίγδα» και στο «πανέρι της παγκόσμιας αδελφοσύνης» να μείνουν οι καθαρές κλωστές, ξασμένες στης πόλης το αδράχτι: «Οι φτωχοί που είναι χρεωμένοι στο Δημόσιο, οι γέροι, οι γυναίκες, οι ξένοι που μας αγαπάνε και εκείνοι, οι δικοί μας που είναι στα ξένα». Σε αυτήν τη σκηνή, αντίθετα με τη θρυλική παράσταση των Βουτσινά – Κραουνάκη – Νικολακοπούλου με τον Λάκη Λαζόπουλο (θα την ξαναδούμε άραγε αυτήν τη «Λυσιστράτη», που όλο ξανασυζητιέται;), δεν έβαλε τραγούδι ο Κωστής Μαραβέγιας, ένα ακόμη ατού στην παράσταση, μαζί με το δίδυμο των Κινησία / Βλαδίμηρου Κυριακίδη – Μυρρίνης / Ναταλίας Τσαλίκη, που τα έδωσαν όλα (συν μελωδίες του Μίκη Θεοδωράκη) στη σκηνή που εκείνη τον ανάβει όσο να δεχτεί τη συμφιλίωση και τον αφήνει στα κρύα του λουτρού. Σκηνή τέρψης αλλά και συγκίνησης και χειροκροτήματος για δύο σημαντικές ερμηνείες, μαζί με τη σκηνή του Χρησμού με έναν συγκινητικό Φιλιππίδη.
Πίσω από κλειστές… πρόβες
Βραβείο διορατικότητας στα μίζερα και κάποτε εύκολα αλληλοσπαρασσόμενα της καλλιτεχνικής μας κοινότητας θα απονεμηθεί σε όσους λύσουν το κουίζ: Ο ηθοποιός ποιας επικείμενης πολύφερνης παράστασης κατήγγειλε ότι «η προσωπική προσβολή, η καυχησιά για ποιος έχει το πάνω χέρι στον χώρο, το ομοφοβικό ή σεξιστικό αστείο, η κολακεία και η περιφρόνηση σε πυκνές εναλλαγές μεταξύ τους, ως αμφιλεγόμενα παιχνίδια χειρισμών, καιροφυλακτούσαν»;