Η ιστορία έγινε γνωστή με όλη την ιντερνετική της μεγαλοπρέπεια. Υποψήφια των Πανελλαδικών, που ενώ περίμενε να αριστεύσει στην Εκθεση, ίσα που έπιασε τη βάση, έστειλε επιστολή – κραυγή απελπισίας στον υπουργό Παιδείας καταγγέλλοντας αυτούς που δεν εκτίμησαν τη γραφή της, τής έκαψαν τα φτερά και κατακρεούργησαν τα όνειρά της. Θα μπορούσε να είναι ένας από τους διαδικτυακούς μύθους με αντιμνημονιακούς χασάπηδες που χαρίζουν αρνιά και ευαίσθητους πελάτες που τους χειροκροτούν. Αλλά δεν είναι.

Με δεδομένο ότι η εφηβεία είναι η ηλικία που τα παιδιά δεν κάνουν πλέον ερωτήσεις διότι θεωρούν ότι γνωρίζουν όλες τις απαντήσεις, η μικρή έχει ηλικιακό δικαίωμα στην υπερεκτίμηση του εαυτού της. Ο τρόπος που το διαχειρίσθηκε όμως –και ο οποίος σε τέτοιες ηλικίες καλλιεργείται και ευνοείται από το περιβάλλον –αναδεικνύει ξεκάθαρα κάποιες εθνικές μας παθογένειες, σε έξαρση τα τελευταία χρόνια. Είμαστε οι καλύτεροι και όποιος το αμφισβητεί έχει λερωμένη τη φωλιά του. Η (λανθασμένη) χρήση βαρύγδουπων λέξεων, διότι νομίζουμε ότι περιγράφουν βαρύγδουπα νοήματα. Οι θεσμοί ως υποπόδια του εγωκεντρισμού μας, εξ ου και η καταφυγή στον ανώτερο ώστε να κάνει «ντα» τους κατώτερους. Η πεποίθηση ότι η αποτυχία είναι συνυφασμένη με την αδικία. Και κάθε φορά που εισπράττουμε μια απόρριψη το σύμπαν έχει συνωμοτήσει εναντίον μας. Η μαγιονέζα του παραληρήματος χάλασε βέβαια διότι, τελικά, τρεις παράγραφοι της Εκθεσης, που από κάποιον υποδείχθηκαν στη μαθήτρια, ήταν λογοκλοπή είτε από τράπεζα θεμάτων είτε από άρθρο του Θ. Παπαβασιλείου δημοσιευμένο στο «Βήμα» το 1999. Ας μην ανησυχεί όμως. Ο βερμπαλισμός της παραπέμπει τόσο στην (πρώην) αντιμνημονιακή συνθηματολογία που ο υπουργός μπορεί να συγκινηθεί και να την περάσει.