Πιστώνεται μάλλον στον Μάρκο Αυρήλιο, αν και θα μπορούσε να το έχει σκεφτεί και να το έχει πει ο οποιοσδήποτε, ότι κοιτάζοντας κανείς τα αστέρια μπορεί να πέσει στο χαντάκι που ανοίγεται μπροστά στα πόδια του. Γίνεται εξίσου αποκαλυπτική η πρόταση αντιστρέφοντάς την και κάνοντάς την ότι, παρατηρώντας κανείς το τι συμβαίνει γύρω του, μπορεί να αδιαφορήσει για τα αστέρια, χωρίς ωστόσο τον κίνδυνο να πέσει μέσα τους. Εκτός κι αν θυμηθούμε εκείνο τον μοναχό στο Αγιον Ορος τις ξάστερες νύχτες του καλοκαιριού που κυκλοφορούσε με μιαν ομπρέλα γιατί αισθανόταν τόσο δυνατή την έλξη των άστρων ώστε υπήρχε ο φόβος να τον τραβήξουν προς τα πάνω.
Ενα αντίστοιχο αίσθημα πρέπει να διακατείχε τη συντροφιά των οκτώ φίλων που σε ένα υπαίθριο μπιστρό απολάμβανε το παγωτό και την παγωμένη μπίρα τις μεταμεσονύχτιες ώρες, λίγες ημέρες πριν, χωρίς όμως κανείς τους να τολμήσει να πλησιάσει τον υπάλληλο ενός γειτονικού μαγαζιού που καθισμένος στο πεζούλι του –πρέπει να δούλευε στο εσωτερικό του ως ψήστης ή στη λάντζα, σύμφωνα με το ρούχο που φορούσε –φαινόταν σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο παρά το τσιγάρο που κάπνιζε και οι πλάκες του πεζοδρομίου που είχανε κυριολεκτικά μαγνητίσει το βλέμμα του.
Θα υποτιμούσες την έννοια της θλίψης αν θα χαρακτήριζες την όψη του ως θλιμμένη, τόσο περισσότερο που η ομορφιά του νέου αυτού άνδρα σε έκανε να υποψιάζεσαι κάποιο πολύ μεγάλο πρόβλημα –το να το προεξοφλούσε κανείς ως ερωτικό θα ακουγόταν ως υβριστική πολυτέλεια. Μάλλον θα επρόκειτο για περιπέτεια προσφιλούς του προσώπου και την αδυναμία του ενδεχομένως να βοηθήσει –αν μάλιστα μεσολαβούσε ανάμεσά τους κάποια απόσταση –που έκανε το σκοτεινό, αν και ευγενές αυτό πρόσωπο, να φέρει σε όλους μια σύγκορμη ανατριχίλα. Καθώς ο χρόνος που στοιχημάτισε η συντροφιά των οκτώ φίλων ότι θα χρειαζόταν ο νέος άνδρας για να σηκώσει το βλέμμα του και να δει τι συμβαίνει επιτέλους γύρω του, δηλαδή ο χρόνος των δέκα λεπτών, αποδείχτηκε τελικά πολύ λίγος σε σχέση με τον χρόνο της προσήλωσής του στις πλάκες του πεζοδρομίου.