Αύξηση των καταθέσεων για το 2017 αναμένει η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως αναφέρεται στην Εκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Συγκεκριμένα, παρά τη μείωση των καταθέσεων του πρώτου τριμήνου του 2017, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την επίτευξη συμφωνίας για τις βασικές απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις μεταξύ των πιστωτών και ελληνικών αρχών, η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αναμένεται να συντελέσει στην αντιστροφή της αρνητικής τάσης το β΄ εξάμηνο του 2017.
Η αύξηση των καταθέσεων θα αντανακλά σύμφωνα με την ΤτΕ την πεποίθηση της αγοράς για την εκπλήρωση της βελτίωσης των μακροοικονομικών προοπτικών, ενώ σημαντικό ρόλο θα παίξει ο ρυθμός επανατοποθέτησης των αποθησαυρισμένων τραπεζογραμματίων που βρίσκονται εκτός του τραπεζικού συστήματος, που συνδέεται με την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στις αγορές.
Σε ό,τι αφορά τις πιστοδοτήσεις προς τα νοικοκυριά, δεν διαφαίνεται κάποια αύξηση της προσφοράς των πιστοδοτήσεων εντός του 2017. Σε ό,τι αφορά όμως τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, η ΤτΕ παρατηρεί μια στόχευση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις καινοτόμες δράσεις και τη νέα επιχειρηματικότητα με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕΠ).
Από την άλλη μεριά, παρατηρείται μείωση της προσφοράς χορηγήσεων μακροπρόθεσμων δανείων σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου τα κριτήρια αναμένεται να γίνουν ακόμη πιο αυστηρά.
Εξάλλου όπως διαπιστώνει η ΤτΕ ο δανεισμός από τη διατραπεζική αγορά πλέον έχει διευρυνθεί και αποτελεί σήμερα μια από τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ο δανεισμός από τη διατραπεζική αγορά προέρχεται κυρίως από ξένες τράπεζες και παρουσίασε σημαντική ανοδική τάση έως το α΄ τρίμηνο του 2017 (Μάρτιος 2017: 19,6 δισεκ. ευρώ, Δεκέμβριος 2016: 18,2 δισεκ. ευρώ, Σεπτέμβριος 2016: 16,8 δισεκ. ευρώ), για να υποχωρήσει στη συνέχεια στα 16,3 δισ. ευρώ το Μάιο του 2017.
Όσον αφορά στη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης ανάγκης (ELA), η ΤτΕ αναμένει να μειωθεί σταδιακά στο μέλλον, εν μέρει λόγω της σταδιακής ενίσχυσης της καταθετικής βάσης καθώς και της επέκτασης των πηγών χρηματοδότησης (αξιοποίηση επιλέξιμων μέσων εκτός της ΕΚΤ ως εξασφαλίσεων για τις διατραπεζικές τοποθετήσεις σε repos και διεύρυνση της πρόσβασης στη διατραπεζική χρηματοδότηση χωρίς εξασφαλίσεις).
Η ΤτΕ προειδοποιεί ότι παρά τις θετικές προοπτικές, το σωρευμένο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εξακολουθεί να διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε στο τέλος του Μαρτίου 2017 στο επίπεδο του 45,2%.
Η ΤτΕ λαμβάνοντας υπόψη και το ύψος των προβλέψεων για την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν εγγράψει οι τράπεζες στους Ισολογισμούς τους, εκτιμά ότι, οι επιχειρησιακοί στόχοι της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά την επόμενη τριετία θα πρέπει να αναθεωρούνται λαμβάνοντας επίσης υπόψη τυχόν μεταβολές του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
Αυξημένο το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δαείων
Οπως επισημαίνει στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος – Ιούλιος 2017 η Τράπεζα της Ελλάδος, σε απόλυτο μέγεθος, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) συρρικνώνεται με βραδύ ρυθμό για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα, έχοντας φθάσει στη μέγιστη τιμή του το Μάρτιο του 2016.
Ωστόσο, προσθέτει ότι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε στο α΄ τρίμηνο του 2017 εξαιτίας της μείωσης του συνολικού υπολοίπου των δανείων, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας από την παράταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Εντονότερα, επηρεάστηκε το χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων.
Όπως τονίζει στην έκθεση ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, οι αρχές έχουν υλοποιήσει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που εμπόδιζαν τις προσπάθειες των τραπεζών να διαχειριστούν αποτελεσματικά το πρόβλημα των MEA.
Συγκεκριμένα αναφέρεται στην αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την αφερεγγυότητα, στη διευθέτηση της φορολογικής μεταχείρισης των διαγραφών και πωλήσεων δανείων και στη νομική προστασία των στελεχών που χειρίζονται τις αναδιαρθρώσεις δανείων.
Όπως επισημαίνεται σχετικά πρόκειται για μέτρα που αναμένεται να διευκολύνουν την προσπάθεια μείωσης των ΜΕΑ μέχρι το τέλος του 2019, σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους που έχουν τεθεί.
Επικουρικά, η επικείμενη ενεργοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ενδέχεται να λειτουργήσει θετικά, καθώς συγκεντρώνει ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η καθολική αντιμετώπιση των οφειλών προς ιδιώτες και φορείς του Δημοσίου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας συνολικής λύσης, η οικειοθελής προσέλευση της υπερχρεωμένης επιχείρησης, το συνεκτικό χρονοδιάγραμμα και η σαφής διαδικασία λήψης αποφάσεων, η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης κ.λπ.
Παράλληλα, θετικά εκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι θα συμβάλει και η ανάπτυξη εφαρμογής για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσότερων εταιριών στην αγορά.
Υπενθυμίζεται ότι μέχρι στιγμής έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τέσσερις εταιρίες. Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, αναδεικνύεται από την έκθεση η σημασία που έχει η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «η σύντμηση του χρόνου της δικαστικής εκκαθάρισης της αφερεγγυότητας, και ειδικότερα της διαδικασίας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα, δύναται να βελτιώσει σημαντικά την αξία των ΜΕΑ (Δεκέμβριος 2016: 106,3 δισεκ. ευρώ), διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την πιο ενεργητική διαχείρισή τους στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς».
Ειδικότερα, για τα δάνεια που έχουν καταγγελθεί (Δεκέμβριος 2016: 48 δισεκ. ευρώ), η ανάλυση καταδεικνύει ότι τυχόν επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών κατά τρία χρόνια θα μπορούσε να αυξήσει την ανακτήσιμη αξία τους κατά 7 δισεκ. ευρώ.