Πόσες φορές άραγε έχει γεμίσει το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού από παιδιά με μαλλιά και με μαύρα ρούχα, σταμπαρισμένα από λογότυπα συγκροτημάτων; Οχι πολλές, αν και χθες το βράδυ, στη συναυλία των Foo Fighters, η έκπληξη που για μερικούς δεν έλεγε να ξεθυμάνει ήταν η ίδια η μπάντα και η πορεία της ώς εδώ: Ποιος να το έλεγε ότι έπειτα από ένα ομώνυμο ντεμπούτο το 1995, το πρότζεκτ του Ντέιβ Γκρολ, αλλοτινού ντράμερ των Nirvana, θα έφτανε να βγάζει τη μια επιτυχία μετά την άλλη, να εμπλουτίζει το παλμαρέ του με ένα σωρό Γκράμι, να επιβιώνει με το μοντέρνο, γκραντζοειδές και ξεσηκωτικό ροκ του ανάμεσα σε τόσες εναλλαγές του mainstream ήχου και τελικά να έρχεται στην Ελλάδα έπειτα από χρόνια προσδοκιών για να παίξει σε ένα αρχαίο μνημείο;
Χώρια που ετούτη εδώ η συναυλία ξεκίνησε σαν φήμη, συνέχισε σαν όνειρο, υποτίθεται μόνο για κατόχους προσκλήσεων, αλλά με τα πολλά έγινε sold out, ακόμα και αν διοργανώθηκε ώστε να μαγνητοσκοπηθεί για ένα ντοκιμαντέρ με συγκροτήματα που ροκάρουν σε «θρυλικούς» χώρους. Ισως στο τηλεοπτικό της κομμάτι να οφείλονταν και τα εξουθενωτικά μέτρα ασφαλείας: εκείνα τα απαγορευμένα σακίδια πλάτης, οι ατελείωτες ουρές έγιναν αφορμή για κάμποσους εκνευρισμούς.
«ΤΟ ΣΦΥΡΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ». Εκτός κι αν η αυστηρότητα αντανακλούσε το μέγεθος του καλλιτέχνη: όταν γύρω στις 21.10 ο παρουσιαστής του ντοκιμαντέρ «Landmarks Live in Concert», που τυχαίνει να είναι ο ντράμερ των Red Hot Chili Peppers Τσαντ Σμιθ, ανήγγειλε τους Foo Fighters με την προσωνυμία «το σφυρί των θεών», ο ροκ νεαρόκοσμος, αισθανόμενος ήδη άνετα στον χώρο, μπορεί και να προκάλεσε με τα ξεφωνητά του μια μικρή ανησυχία στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, η σχετική έγκριση του οποίου είχε ορίσει συγκεκριμένες ηχητικές προδιαγραφές.
Με την επί σκηνής χαλαρή και αεράτη άφιξη του Ντέιβ Γκρολ, επικράτησε πανδαιμόνιο. «Εχουμε κάνει πολλά τρελά πράγματα τα τελευταία είκοσι χρόνια, αυτό όμως ίσως είναι το πιο τρελό» είπε ο μεγάλος κι αφού εκφράστηκε δεόντως για τον χώρο έδωσε μία κι έπαιξε το πρώτο ακόρντο του «Times Like These»: λίγοι το άφησαν ατραγούδιστο, ακόμα λιγότεροι έμειναν καθιστοί και σχεδόν όλοι υπάκουσαν σε κάθε νεύμα του ανδρός. Είπαμε, επρόκειτο για συναυλία αλλά και για τηλεοπτικό γύρισμα: από το πάνω διάζωμα μέχρι τους λίγους τυχερούς που στέκονταν στην ορχήστρα (πράγμα πρωτόγνωρο για το Ηρώδειο), οι αιωρούμενες κάμερες και ο σαρωτικός φωτισμός δεν άφηναν σημείο ακάλυπτο.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Τέτοια τεχνικά ζητήματα ήταν προϊόν συνεργασίας μεταξύ της City Drive Films, παραγωγού εταιρείας του ντοκιμαντέρ «Landmarks Live in Concert», και της δικής μας View Master Films (αλλά και της Didi Music). Ανάθεμα όμως και αν απασχολούσαν κανέναν από το κοινό την ώρα που ο Γκρολ και οι σύντροφοί του, μουσικοί σαν τον Πατ Σμιρ των ξακουστών Germs, με πολλές ώρες πτήσης στην πανκ σκηνή, πετούσαν σπίθες παίζοντας το λαοφιλές «Learn to Fly», το εμπλουτισμένο με ροκ εν ρολ «The Pretender» (που περιελάμβανε και χορογραφίες εξ αποστάσεως με τους θεατές), το υπαρξιακό «These Days» ή το μπιτλικών καταβολών «Walk». Οι λίγες νότες από τα «Dead or Alive» των Bon Jovi, «Another One Bites the Dust» των Queen ή «Blitzkrieg Bop» των Ramones (στο Ηρώδειο, θυμίζουμε) ήταν απλώς λίγες.
«Δεν έχω ξαναπαίξει σε έναν τοίχο από κόσμο» είπε κάποια στιγμή ο Γκρολ που πόσες φορές να έχει σταθεί απέναντι από κοίλο αρχαίου θεάτρου. Κι αφού θύμισε ότι η προβολή του ντοκιμαντέρ θα συμπέσει το φθινόπωρο με τον καινούργιο τους δίσκο (στην Ελλάδα από τη Feelgood), παρουσίασε και μερικά νέα κομμάτια. Μέχρι και τη μικρή του κόρη ανέβασε στα ντραμς (το μήλο κάτω από τη μηλιά, που λέμε) κι αφού παραδέχτηκε, ελπίζουμε ειλικρινώς, ότι θα ήθελε να παίξει πέντε ώρες, το σόου ολοκληρώθηκε στις δύο. Χόρεψε πολύ και προσεκτικά ο τραγουδιστής των Foo Fighters στη διάρκειά του, πήρε πολλές σωστές πόζες, τα έχει όμως αυτά ο επαγγελματισμός που επέρχεται μετά τις νεανικές τρέλες. Στο κάτω κάτω, τα αγόρια και τα κορίτσια που ήξεραν όλα τα ρεφρέν απέξω, που σηκώνονταν όρθια κάθε που έπαιζε αγαπημένο τους τραγούδι, δεν φάνηκαν να κόπτονται και πολύ για όλα αυτά.