Η εμπειρία είναι προσωπική αλλά αποτυπώνει έναν αυτοματισμό που διαπερνά, ακροπατώντας, το περίφημο ηθικό πλεονέκτημα. Με αριστερή καταγωγή αλλά δεν ξέρω πλέον αν είναι καν ηθικό ή έστω πλεονέκτημα. Κατέβαινα με αυτοκίνητο τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Σε ώρα κυκλοφοριακής αιχμής. Από το ύψος του Πύργου Αθηνών, η κίνηση γινόταν σε slow motion. Αλλαζαν τα φανάρια κι εμείς προχωρούσαμε ούτε τρία μέτρα. Αφού ανταλλάξαμε κάμποσες φορές με τον φίλο που οδηγούσε το στερεοτυπικό «δεν μπορεί, κάτι θα συμβαίνει», πλησιάζοντας στην πλατεία Μαβίλη διαπιστώσαμε τι συνέβαινε. Ενας πολύ ωραίος τύπος είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του επί της λεωφόρου καταλαμβάνοντας τη μισή λωρίδα.
Θύμωσα πολύ με αυτήν την επιβολή του απόλυτου θράσους. Ασυναίσθητα έπιασα το κινητό. Να πάρω τηλέφωνο την Τροχαία ή να φωτογραφίσω το αυτοκίνητο με την πινακίδα φάτσα φόρα και να το ποστάρω στα social media; Μια που το έπιασα, μια που το άφησα. Τσιτάτα, συνθήματα, βιβλία, διδαχές, οικογενειακές αρχές, συνειδησιακές αξίες, όλα ένα στέρεο χαρμάνι, τείχος αδιαπέραστο ανάμεσα στη σκέψη και την πραγματοποίησή της.
Θα πάρω εγώ την Αστυνομία; Να καρφώσω έναν συμπολίτη μου; Να γίνω χαφιές; Αδίκως με τραβούσε από το μανίκι ο συνειδητοποιημένος πολίτης φωνάζοντάς μου ότι δεν είναι χαφιεδισμός να καταγγείλω μια απροκάλυπτη παράβαση. Συνεχίσαμε την πορεία μας σε ανοιχτό δρόμο αφήνοντας πίσω δεκάδες οδηγούς εγκλωβισμένους στην αυθαιρεσία ενός ασυνείδητου. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως αν ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο να ξεπεράσω τις ιδεοληπτικές αναστολές μου και να πάρω την Τροχαία. Εν τω μεταξύ, στο ραδιόφωνο ο Σαββόπουλος τραγουδούσε για την τρύπια στέγη μιας παράγκας και τον χαφιέ που μας ακολουθεί. Ή έτσι μου φάνηκε.