Ρωτάνε πολλοί από αυτούς που μας ακούνε ή μας διαβάζουν να αγανακτούμε για την κατάσταση των θεσμών στην Ελλάδα επί της παρούσας κυβέρνησης: «Γιατί είναι τόσο σημαντικό πρόβλημα αυτό; Επηρεάζει άραγε τη ζωή των πολιτών όσο τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα; Μήπως οι θεσμοί και η συζήτηση περί θεσμών είναι μια πολυτελής ενασχόληση, ένας άκοπος τρόπος να ασκηθεί αντιπολίτευση σε μια κυβέρνηση που κάνει πολύ χειρότερα;».
Πιστεύω το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή η λειτουργία των θεσμών και ο τρόπος που τους αντιμετωπίζει η εκάστοτε εξουσία είναι καθοριστικό και απτό κομμάτι όχι μόνο της ποιότητας της δημοκρατίας σε μια χώρα, αλλά και της καθημερινότητας των πολιτών της. Το ότι η κυβέρνηση ξεπέρασε τα όρια με τα τα πρόσφατα περιστατικά της εμπλοκής υπουργού με ισοβίτη και της πρόσληψης πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου στο πρωθυπουργικό γραφείο αποτελεί την αφορμή αλλά όχι τον πυρήνα του προβλήματος που θα ήθελα να αναδείξω.
Για τους πολίτες μιας δημοκρατίας, οι θεσμοί, με πρώτους τους θεσμούς της Δικαιοσύνης, αποτελούν ενστικτωδώς ένα καταφύγιο έναντι της αδικίας αλλά και έναντι της ίδιας της εξουσίας. Μιλώ για την αίσθηση που οφείλουν να αποπνέουν οι θεσμοί σε μια λειτουργούσα δημοκρατία και όχι αναγκαστικά για κάθε τους έκφανση: όπως όλα τα προϊόντα της κοινωνικής συμβίωσης, όπως όλα τα πολιτικά ή πολιτειακά δημιουργήματα, οι θεσμοί υπόκεινται στους ανθρώπινους νόμους της ατέλειας, της ποικιλομορφίας και του μέσου ανθρώπινου όρου. Υπάρχουν καλοί και κακοί δικαστές, όπως σε όλα τα επαγγέλματα, αλλά ακόμα και αν οι καλοί είναι περισσότεροι, εμείς μαθαίνουμε κυρίως τα έργα και τις ημέρες των λιγότερο καλών. Η Δικαιοσύνη, το κράτος δικαίου είναι ωραίες και υπερβατικές συλλήψεις, ενσαρκώνονται όμως από ανθρώπους, με τα μέσα που θέτει στη διάθεσή τους η πολιτεία και μέσα σε ένα κοινωνικό και αξιακό περιβάλλον που διαμορφώνεται συλλογικά. Δεν δικαιούμαστε να αναζητούμε ούτε την τελειότητα ούτε την πλήρη ικανοποίηση από τη λειτουργία των θεσμών, πόσω μάλλον που, ειδικά στο πεδίο της Δικαιοσύνης, έχουμε να κάνουμε με ερμηνείες και αξιολογικές κρίσεις που αφήνουν περισσότερους παραπονούμενους από όσους δικαιωμένους.
Αυτό που μένει –και που πρέπει να προφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού –είναι η αίσθηση ότι οι θεσμοί λειτουργούν, δηλαδή αφήνονται να λειτουργούν, χωρίς παρεμβάσεις, καταναγκασμούς και αδικαιολόγητες ή προσανατολισμένες σε συγκεκριμένο σκοπό αλλαγές των κανόνων τους, έτσι ώστε οι πολίτες, με επιμονή και τύχη αλλά χωρίς σημαδεμένα χαρτιά, να ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να βρουν το δίκιο τους. Οταν αυτή η αίσθηση λείπει ή κλονίζεται, το αγαθό που πλήττεται είναι συλλογικό: ο πολίτης που δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη δεν πιστεύει πια στη δημοκρατία και αποφασίζει, κινείται, δρα όχι με βάση αξίες, αλλά με το ορμέμφυτο μιας γενικής απαξίας.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι πολύ βαρύς αλλά και συνειδητός ο τρόπος που αντιμετωπίζει η παρούσα κυβέρνηση τους θεσμούς του κράτους δικαίου. Λοιδορώντας τους αλλά και κομματικοποιώντας τους, υποβαθμίζοντάς τους λειτουργικά και στοχοποιώντας τους φραστικά, είναι σαν να λέει η ίδια στους πολίτες να μην εμπιστεύονται το ύστατό τους καταφύγιο. Διαπράττει έτσι κάτι παραπάνω από λαϊκισμό: πριονίζει, σε τόσο δύσκολους καιρούς, το κλαδί της ατελούς, αλλά ακόμα ειρηνικής μας συνύπαρξης.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος