Την «πίστη του στην ελληνική Δικαιοσύνη» χρησιμοποίησε ο Πρωθυπουργός ως δικαιολογητικό λόγο του διορισμού της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου ως επικεφαλής στο Νομικό του Γραφείο. Αν δεν είναι χιούμορ –στο οποίο ο ένοικος του Μαξίμου αλλά και όλοι οι συνεργάτες του δεν έχουν μέχρι στιγμής διακριθεί –είναι κοροϊδία. Γιατί πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο.
Ούτε το πρόσωπο, ούτε η συγκυρία, ούτε ο συμβολισμός είναι αθώα. Το πρόσωπο είναι ο κατά γενική ομολογία πιο κομματικός επικεφαλής ανωτάτου δικαστηρίου σε όλη τη Μεταπολίτευση, μία δικαστής που υπέγραψε πολιτικά κείμενα κατά του Μνημονίου, έγινε υπηρεσιακός Πρωθυπουργός και μετά επανήλθε στη θέση της, κυνήγησε πειθαρχικά συναδέλφους της με ευθύτερο φρόνημα, μήνυσε πανεπιστημιακό που τόλμησε να επισημάνει μια από τις πολλές θεσμικές της υπερβάσεις, συνεννοήθηκε με τον Πρωθυπουργό δίκην συνδικαλίστριας για την παράταση της συνταγματικά προσδιοριζόμενης θητείας της. Η συγκυρία ταυτίζεται με τη στιγμή που περισσότερο αμφισβητείται, εκτίθεται από τις πράξεις και παραλείψεις λίγων αλλά υψηλά ιστάμενων, λοιδορείται από κυβερνητικά στελέχη και περισσότερο έχει ανάγκη ηρεμίας, αποπολιτικοποίησης και θεσμικής ανύψωσης η Δικαιοσύνη. Και ο συμβολισμός, με τη φτηνή μάλιστα δικαιολογία ότι η παροχή υπηρεσιών θα είναι αμισθί, παραπέμπει στη στενή σχέση της πρώην προέδρου με την παρούσα ηγετική ομάδα της κυβέρνησης, έχει δε και αναδρομική αποδεικτική αξία: ακόμα και αν υπήρξε υπεράνω κομματικών δεσμών, τώρα και η κυβέρνηση και η ίδια μάς τους αποκαλύπτουν. Για το καλό της Δικαιοσύνης φυσικά. Αλλά κυρίως για το καλό της αλήθειας –έστω κι αν πονάει καθώς καταρρακώνει τους θεσμούς.
Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος