Η τοποθέτηση της απερχόμενης προέδρου του Αρείου Πάγου σε θέση κυβερνητικής ευθύνης και προσωπικής εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού είναι μια καταφανώς πολιτική πράξη.
Η οποία μπορεί να μη λέει τίποτα για το πολιτικό μέλλον της νέας «άμισθης προϊσταμένης της Νομικής Υπηρεσίας» του Πρωθυπουργού. Σίγουρα όμως κάτι λέει για το δικαστικό παρελθόν της.
Να ξεκαθαρίσουμε δυο – τρία πράγματα.
Το ζήτημα δεν είναι αν η Βασιλική Θάνου υπήρξε ή δεν υπήρξε η χειρότερη πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου από τη Μεταπολίτευση και μετά. Αδιάφορο.
Ούτε αν κατά τη θητεία της ενεπλάκη σε παρδαλές υποθέσεις –από τη μήνυση κατά του καθηγητή Τσακυράκη και την επιστολή στους ευρωπαίους ομολόγους της για το Μνημόνιο έως την επίθεση στο ΠΑΣΟΚ και την απόπειρα αντισυνταγματικής διεύρυνσης του ορίου ηλικίας των δικαστικών. Ετσι έκρινε.
Ούτε αν έχει την επάρκεια να καλύψει μια θέση που κόσμησαν στο παρελθόν προσωπικότητες όπως ο αείμνηστος Γιώργος Παπαδημητρίου ή ο Γεώργιος Κασιμάτης. Το αφήνω στην κρίση του καθενός.
Το ζήτημα δεν είναι καν τα κριτήρια με την οποία την επέλεξε ο Πρωθυπουργός. Δικαίωμά του. Αυτή θέλει, αυτή βάζει.
Το ζήτημα είναι ότι δημιουργείται η εντύπωση μιας ξεδιάντροπης συναλλαγής μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας.
Μίλησα προφανώς για «εντύπωση». Αλλά ακόμη και μια απλή εντύπωση αποτελεί τεράστιο πλήγμα στη δημοκρατία μας.
Αν η γυναίκα του καίσαρα οφείλει να φαίνεται τίμια, τότε η επικεφαλής του πρώτου δικαστηρίου της χώρας οφείλει να το φωνάζει στις ρούγες και να το δείχνει στις γειτονιές.
Ανιδιοτελής διάθεση πολιτικής προσφοράς μιας συνταξιούχου; Γιατί όχι;
Αλλά εξ όσων ακούω η Θάνου δεν είναι (ή δεν ήταν) καν ΣΥΡΙΖΑ –τουλάχιστον ως συνδικαλίστρια. Λέγεται ότι έχει την υποστήριξη του Προέδρου της Δημοκρατίας και κατά προέκταση του δεξιού κυκλώματος που στηρίζει την κυβέρνηση.
Αλλά ούτε αυτό είναι για θάνατο. Δημοκρατία έχουμε.
Μόνο που η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργεί α λα καρτ. Δεν γίνεται τη μια μέρα να είσαι η αδέκαστη κι ανεξάρτητη επικεφαλής του Αρείου Πάγου και την επομένη να υπηρετείς στο Μέγαρο Μαξίμου τις (όποιες) δικαστικές επιδιώξεις της κυβέρνησης.
Τη στιγμή μάλιστα που οι συνάδελφοί σου δικαστικοί καταγγέλλουν σύσσωμοι κι ομόθυμα τις άγαρμπες προσπάθειες της κυβέρνησης να παρέμβει, να ακυρώσει ή να καθυποτάξει τη Δικαιοσύνη.
Διότι τότε το «γιατί» της επιλογής αποκτά ξεχωριστή σημασία.
Αν είναι ανταμοιβή για παρασχεθείσες υπηρεσίες, ντρέπεσαι για τη Δικαιοσύνη.
Αν είναι προκαταβολή για όσα ετοιμάζονται, ντρέπεσαι για την κυβέρνηση.