Και όταν λέμε λύση, εννοούμε την Ομοσπονδία, που συζητάμε εδώ και δεκαετίες. Αλλά για να δούμε ποιος τη θέλει, ας δούμε καλύτερα ποιος δεν τη θέλει.
Οι Τούρκοι βέβαια δεν τη θέλουν κι αυτό είναι προφανές. Τίποτε δεν έχει αλλάξει στη στρατηγική τους όλα αυτά τα χρόνια, που υποτίθεται πως διαπραγματεύονται. Κι αν έχει κάτι αλλάξει από την κρίση με την ΕΕ και μετά, έχει χειροτερέψει.
Οι Ευρωπαίοι ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της διζωνικής μέχρι πρόσφατα που ισχυρές φωνές στις Βρυξέλλες άρχισαν να καταγράφουν τα αρνητικά μιας τέτοιας Ομοσπονδίας, υπό το φως της συγκρουσιακής πολιτικής του Ερντογάν. Και ιδιαίτερα από τις εξελίξεις στην Τουρκία μετά το πραξικόπημα.
Η μία αφορά το κόστος μετάβασης από το τουρκοκυπριακό νόμισμα στο ευρώ. Η Κύπρος δεν είναι Γερμανία την εποχή που ανέλαβε εξ ολοκλήρου το κόστος της επανένωσης. Και συνεπώς θεωρούν δεδομένο ότι θα πέσει στον κοινοτικό προϋπολογισμό, σε μια στιγμή που το Brexit θα τον μειώσει κατά πολλά δισ. Η δεύτερη είναι ότι ενσωματώνοντας τον τουρκοκυπριακό τομέα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ανοίγει μια πόρτα για την επιβολή της τουρκικής πολιτικής μέσω του ομόσπονδου κράτους.
Οι Ρώσοι δεν έχουν κανένα λόγο να υποστηρίξουν μια συμφωνία που θα τους ανατρέψει το status quo. Η οικονομική παρουσία τους στο νησί αλλά και η φυσική παρουσία δεκάδων χιλιάδων Ρώσων που έχουν επιχειρηματική ή φυσική έδρα στην ουδέτερη –εκτός ΝΑΤΟ –Κύπρο, προστίθεται στην εξελισσόμενη στρατηγική αποσταθεροποίησης της ΕΕ.
Οι Κύπριοι σε ένα δημοψήφισμα που έδειξαν τι επιθυμούν, δεν είναι βέβαιο ότι θα ψηφίσουν σε ένα νέο δημοψήφισμα διαφορετικά. Και ας μη φανταστούμε ότι το Οχι στο σχέδιο Ανάν ήταν αποτέλεσμα της συναισθηματικά φορτισμένης ομιλία του προέδρου Παπαδόπουλου
Ο ΟΗΕ και ιδίως οι Αγγλοι μοιάζουν να έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια για διαφορετικούς λόγους. Και οι ΗΠΑ βρίσκονται σε σύγχυση με τις ανατροπές που πραγματοποιεί ο πρόεδρος Τραμπ.
Και τέλος οι Ελληνες. Οπως τα δάκρυα του Τάσσου Παπαδόπουλου και το «παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω…», έτσι και το «immediately» του ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά φαίνεται να εκφράζει σχεδόν το σύνολο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ετσι τουλάχιστον διάβασα εγώ την προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή και τις καθησυχαστικές δηλώσεις ότι «τίποτε δεν έχει τελειώσει. Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για λύση».
Και ποιοι απομένουν να επιθυμούν τη λύση; Κάτι ονειροπόλοι ανθρωπιστές της ΕΕ και κάποιοι Τουρκοκύπριοι που βλέπουν την ένταξή τους στην Ευρώπη σαν εργαλείο απεξάρτησης απέναντι στην τουρκική παρουσία, που έχει πλημμυρίσει τα κατεχόμενα με Τούρκους από την Ανατολία.
Αρα, τι μένει; Το μόνο που μένει να κάνουμε είναι να ακούσουμε τα λόγια του Αντρου Κυπριανού του ΑΚΕΛ. Να προετοιμαζόμαστε για τη νέα πραγματικότητα που προϊδεάζει το plan Β και το plan C που ανακοίνωσε ο Ερντογάν. Δύσκολο και βαρύ έργο για μια Ελλάδα σε κλίμα διχαστικό και για μια Κύπρο πληγωμένη από την κρίση και απειλούμενη από την τουρκική στάση στο θέμα της ΑΟΖ.