Αν μη τι άλλο, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης τα κόμματα της Αριστεράς καλλιεργούσαν στα μέλη τους την αγάπη προς το διάβασμα. Ναι βεβαίως, ακούω την ένσταση. Ούτε οι σοβιετικές «Αρχές του ιστορικού υλισμού», ούτε τα βιβλία για τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού στη Ρουμανία ή του κανταφικού αραβοσοσιαλισμού δεν ήταν σοβαρά αναγνώσματα. Παρ’ όλα αυτά αποτελούσαν γέφυρες για να γνωρίσουν πολλοί έπειτα από αυτά το σοβαρό δοκίμιο, το επιστημονικό βιβλίο και τη λογοτεχνία.
Αυτό που έχει μείνει σήμερα από εκείνο το κλίμα είναι άνευρες, στρογγυλές ομιλίες πολιτικών με κατάληξη κάποιον ποιητικό στίχο. Σεφέρης ή Ελύτης για τους μη ψαγμένους, Καρούζος για τους περισσότερο ψαγμένους. Σ’ αυτές τις ομιλίες κλείνονται διάφορα ρήματα στο πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού αριθμού: προχωράμε, ανεβαίνουμε, ερχόμαστε, πίσω και σας φάγαμε και άλλα τέτοια «βαθυστόχαστα» πολιτικά μηνύματα, που δεν συγκινούν κανένα γιατί δεν μιλούν σε κανέναν και για τίποτα. Μόνο, για παράδειγμα, σε ομιλίες σαν αυτή του Κώστα Σημίτη στο Συνέδριο της ΔΗΣΥ εμπνεόμενες από τα πάθος της γνώσης και όχι της ατάκας μπορεί κανείς να ακούσει αλήθειες για τις τάσεις της ελληνικής κοινωνίας, για την ανάγκη ανανέωσης σε πρόσωπα και ιδέες του πολιτικού συστήματος και της Κεντροαριστεράς, για την επίγνωση των αναγκών συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων.
Το αντίθετο παράδειγμα είναι οι ομιλίες του κ. Τσίπρα. Μείγμα λαϊκισμού και περιφρόνησης της γνώσης. Χαρακτηριστικά το 2014 στην Μπολόνια ο άνθρωπος που θα γινόταν πρωθυπουργός μιας ευρωπαϊκής χώρας διαβάζοντας με «καφενειακό» τρόπο τον Μακιαβέλι τον κατέτασσε στους αντιπάλους του Διαφωτισμού. Είναι σαν να κατέτασσε ο Πάνος Καμμένος τον Ούλοφ Πάλμε στα «γεράκια του πολέμου». Πολύ πιθανόν, βεβαίως.
Εχω αναφερθεί εδώ στα «ΝΕΑ» στον κίνδυνο υπαλληλοποίησης της πολιτικής. Σημαντικό εργαλείο αυτής της υπαλληλοποίησης είναι η αδιαφορία για τη γνώση. Βεβαίως τα κόμματα δεν αποτελούν πανεπιστήμια. Το κριτήριο γι’ αυτά είναι η αποτελεσματικότητά τους υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και όχι η παραγωγή γνώσης. Χωρίς γνώση όμως μετατρέπουν το κέρας της αμάλθειας των υποσχέσεών τους σε κέρας της αμάθειάς τους.
Αλλά να διάβαζαν τουλάχιστον εφημερίδες; Ούτε αυτό κάνουν. Ας διαβάσουν τουλάχιστον τη συνέντευξη του πολιτικού επιστήμονα Μαρκ Λίλα στον Απόστολο Μαγγηριάδη («ΤΑ ΝΕΑ 30.06.2017). Εκεί ο Λίλα αναδείκνυε γενικά την ανάγκη ανάγνωσης εφημερίδων. «Κάποιος την έχει επιμεληθεί, έχει ιεραρχήσει τις ειδήσεις. Οταν κρατάς την εφημερίδα, είσαι σχεδόν αναγκασμένος να ρίξεις μια ματιά σε ειδήσεις που αλλιώς δεν θα κοίταζες. Σου προσφέρει μια ματιά στα διεθνή, στην κοινωνία, στα αθλητικά. Σε βγάζει δηλαδή «έξω από τον δικό σου κόσμο». Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στο Ιντερνετ όπου ο αλγόριθμος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ρυθμίζει αυτά που εσύ θέλεις να δεις. Ετσι δεν διαβάζεις γνώμες διαφορετικές από τη δική σου ούτε ερωτήματα που δεν θα έθετες εσύ. Εγώ προσωπικά διαβάζω καθημερινά την εφημερίδα στο χαρτί». Ας κάνουν τουλάχιστον μια αρχή στα σημερινά κόμματα, διαβάζοντας εφημερίδες.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος