Οι δυσκολίες στον ύπνο μπορεί να σχετίζονται με μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου Αλτσχάιμερ σε ανθρώπους με οικογενειακό ιστορικό της νόσου, αναφέρουν αμερικανοί επιστήμονες.
Σε μικρή μελέτη που πραγματοποίησαν παρατήρησαν πως όσοι εθελοντές είχαν κακή ποιότητα ύπνου, περισσότερα προβλήματα ύπνου και υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας είχαν υψηλότερα επίπεδα ορισμένων ουσιών οι οποίες αποτελούν δείκτη της νόσου.
Οι ουσίες αυτές είναι υποπροϊόντα του μεταβολισμού των πρωτεϊνών βήτα-αμυλοειδές και tau, η συσσώρευση των οποίων στον εγκέφαλο θεωρείται το σήμα κατατεθέν της νόσου Αλτσχάιμερ. Τα υποπροϊόντα μεταβολισμού τους ανιχνεύονται στο υγρό που περιβάλλει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό (εγκεφαλονωτιαίο υγρό).
Οπως εξηγούν οι ερευνητές στην επιθεώρηση «Neurology», τα νέα ευρήματα σε συνδυασμό με εκείνα προγενέστερων μελετών υποδηλώνουν ότι οι διαταραχές ύπνου ενδέχεται να αποτελούν τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη της νόσου.
Σημαίνει άραγε αυτό πως όποιος έχει οικογενειακό ιστορικό της νόσου και στριφογυρίζει στο κρεβάτι του τη νύχτα είναι καταδικασμένος να εκδηλώσει νόσο Αλτσχάιμερ; Οχι απαραιτήτως, κατά την επικεφαλής ερευνήτρια δρα Μπάρμπρα Μπέντλιν, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νευρολογίας στη Σχολή Ιατρικής και Δημοσίας Υγείας του Πανεπιστημίου του Γουινσκόνσιν.
«Βρήκαμε μία συσχέτιση», είπε. «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι μία σχέση αιτίας – αποτελέσματος. Μπορεί οι αλλαγές που επιφέρει η νόσος στον εγκέφαλο να επηρεάζουν αρνητικά τον ύπνο ή ο κακός ύπνος να παίζει ρόλο στην εμφάνισή της. Δεν ξέρουμε ακόμα τι από τα δύο ισχύει».
Ούτε είναι βέβαιο πως θα εκδηλώσει τη νόσο όποιος έχει προϊόντα του μεταβολισμού του β-αμυλοειδούς και της πρωτεΐνης tau στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό του, συνέχισε. «Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να μελετήσουμε περαιτέρω το θέμα», τόνισε.
Πώς έγινε η μελέτη
Η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 101 εθελοντές, μέσης ηλικίας 63 ετών, οι οποίοι κατά την έναρξή της είχαν φυσιολογική μνήμη και νοητικές δεξιότητες. Ωστόσο θεωρούνταν υψηλού κινδύνου για εκδήλωση της νόσου Αλτσχάιμερ είτε επειδή έπασχε ο ένας γονιός τους είτε επειδή ήταν φορείς του γονιδίου της απολιποπρωτεΐνης Ε (APOE) το οποίο σχετίζεται με την ασθένεια.
Οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε παρακέντηση για να λάβουν οι ερευνητές δείγμα από το εγκεφαλονωτιαίο υγρό και απάντησαν ερωτηματολόγια για την ποιότητα και τη διάρκεια του ύπνου τους τις τέσσερις τελευταίες εβδομάδες.
Οι απαντήσεις κατέδειξαν ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στον ανήσυχο ή ελλιπή ύπνο (αλλά όχι την υπνική άπνοια) και τα επίπεδα των δεικτών του Αλτσχάιμερ στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, η οποία δεν φάνηκε να επηρεάζεται από τη χρήση ή μη βοηθημάτων ύπνου και άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να παίζουν ρόλο (π.χ. κατάθλιψη, μορφωτικό επίπεδο κ.λπ.).
Προγενέστερες μελέτες σε ποντίκια έδειξαν πως όσο λιγότερο κοιμούνται τόσο περισσότερο β-αμυλοειδές συσσωρεύεται στον εγκέφαλό τους, αλλά κάτι ανάλογο δεν έχει τεκμηριωθεί στους ανθρώπους.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι έχει μεγάλη σημασία να εντοπιστούν τυχόν τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ διότι η καθυστέρηση της εμφάνισής της έστω και κατά πέντε χρόνια θα μπορούσε να έχει τεράστιο αντίκτυπο στη δημόσια υγεία.