Η εργασία επί πολλές ώρες την εβδομάδα δεν βλάπτει μόνο την κοινωνική ζωή, αλλά και την υγεία της καρδιάς, σύμφωνα με μία νέα, μεγάλη μελέτη.
Όπως έδειξε, όσοι συσσωρεύουν πάνω από 55 ώρες εργασίας την εβδομάδα έχουν 40% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν μια μορφή καρδιακής αρρυθμίας που λέγεται κολπική μαρμαρυγή και αποτελεί κύρια αιτία εγκεφαλικών επεισοδίων.
Η κολπική μαρμαρυγή εκδηλώνεται όταν χάσουν τον συντονισμό τους τα ηλεκτρικά κύματα που ελέγχουν τον καρδιακό ρυθμό. Το επακόλουθο είναι «φτερουγίσματα» της καρδιάς, καθώς και δύσπνοια και ζάλη, αν και μερικοί ασθενείς είναι ασυμπτωματικοί.
Όπως γράφουν στην Ευρωπαϊκή Επιθεώρηση Καρδιάς (EHJ) οι επιστήμονες από το University College του Λονδίνου (UCL), εξέτασαν στοιχεία από 85.494 εργαζομένους μέσης ηλικίας 43,4 ετών, από τη Βρετανία, τη Δανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία.
Κανείς από τους εθελοντές δεν είχε κολπική μαρμαρυγή κατά την έναρξη της μελέτης, αλλά στη διάρκεια μιας δεκαετίας διαγνώστηκαν 1.061 κρούσματα.
Στους εθελοντές που εργάζονταν φυσιολογικά (35 έως 40 ώρες την εβδομάδα) τα κρούσματα κολπικής μαρμαρυγής στη διάρκεια της δεκαετίας ήταν 12,4 ανά 1.000.
Ωστόσο σε όσους εργάζονταν 55 ώρες ή περισσότερο την εβδομάδα, η αντίστοιχη αναλογία 17,6 ανά 1.000, δηλαδή ήταν αυξημένη κατά περίπου 40%.
Τα εννέα στα δέκα κρούσματα κολπικής μαρμαρυγής παρατηρήθηκαν σε εθελοντές δίχως προϋπάρχουσα ή εκδηλωθείσα στη διάρκεια της μελέτης καρδιαγγειακή νόσο. Αυτό υποδηλώνει ότι είναι πολύ πιθανό να οφείλεται στην πολύωρη εργασία, σημειώνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους.
Οι εθελοντές που εργάζονταν πολύ είχαν επίσης αυξημένες πιθανότητες να είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, να καπνίζουν, να έχουν υπέρταση και να καταναλώνουν αλκοόλ, αλλά οι συσχετίσεις με την κολπική μαρμαρυγή παρέμειναν ακόμα κι όταν οι ερευνητές έλαβαν υπ’ όψιν τους παράγοντες αυτούς.
Τα ευρήματα αυτά συνδυαστικά μεταξύ τους υποδηλώνουν ότι «παρότι ο κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής είναι χαμηλός στους υγιείς ανθρώπους, πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω για να εξακριβωθεί ποιος υποκείμενος μηχανισμός ευθύνεται για την παρατηρούμενη αύξησή του», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Μίκα Κιβιμάκι, καθηγητής στο Τμήμα Επιδημιολογίας του UCL.