Ο κόσμος της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, εννοούμε διεθνώς, μοιάζει με τον ωκεανό που περιγράφει ο Δημήτρης Σωτάκης στο τελευταίο του βιβλίο «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» (Κέδρος 2015). Για την ακρίβεια, τον Ειρηνικό Ωκεανό, σε ένα ερημονήσι του οποίου προσαράζει ο ήρωάς του, ο Ροβήρος. Ο οποίος Ροβήρος, ένας σύγχρονος Ροβινσώνας, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι όλα εκείνα τα βιβλία που τυχαίνει κάποτε να μεταφραστούν, αλλά μέσα στον κυκεώνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας μοιάζουν με ξεχασμένους ναυαγούς σε ερημονήσια. Βιβλία μάλιστα που, είτε είναι καλά είτε όχι είτε βγήκαν σε ξένες γλώσσες για να διαβαστούν είτε βγήκαν για να ξεχαστούν αμέσως, τρέφουν πάντα τη φιλοδοξία και τη ματαιοδοξία μιας κατάκτησης των ωκεανών.
Η θλιβερή αλήθεια είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες τα περισσότερα από τα λίγα ελληνικά βιβλία που τυχαίνει να μεταφραστούν στο εξωτερικό βγαίνουν για να βγουν και πολύ γρήγορα ξεχνιούνται. Το ελληνικό βιβλίο δεν έχει καταφέρει να βρει τον δρόμο του εκτός συνόρων, δεν υπάρχουν από τη νεότερη γενιά γνωστοί έλληνες συγγραφείς στον ξένο αναγνώστη, όπως κάποτε ήταν –και συχνά ακόμα είναι –ο Καζαντζάκης, οι μεγάλοι ποιητές ή ένας Βασίλης Βασιλικός.
Για την κατάσταση αυτή έχει οπωσδήποτε τη –διαχρονική –ευθύνη της η πολιτεία, που έφτασε να καταργήσει και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου της, το οποίο δεν πρόλαβε να κλείσει ούτε τα είκοσί του χρόνια πριν το καταπιούν τα Μνημόνια και η πολιτική στενοκεφαλιά ορισμένων.
Εχουν μερικώς ευθύνη και οι εκδότες που, κατά κανόνα, δεν καλλιεργούν το κομμάτι αυτό και δεν προσπαθούν να αποκτήσουν και εξαγωγικό προσανατολισμό, αρκούμενοι στην εσωτερική αγορά –την οποία, ομολογουμένως πάντως, έχουν ωθήσει προς τα εμπρός τις τελευταίες δεκαετίες.
Φταίει επίσης και το γεγονός ότι το επάγγελμα του ατζέντη είναι στη χώρα μας πρακτικά ανύπαρκτο.
Και φταίνε και οι ίδιοι οι συγγραφείς που, εν πολλοίς, τρέφονται από αυταπάτες, θεωρώντας εύκολη και αυτονόητη την προώθηση των βιβλίων τους στο εξωτερικό –από κάποιους άλλους, πάντα. Η αλήθεια είναι ότι και οι ίδιοι πρέπει να κινητοποιούνται, η επιτυχημένη προώθηση του βιβλίου στο εξωτερικό είναι πάντα προϊόν συλλογικής προσπάθειας.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, τα ίδια τα κείμενα. Δεν μπορούμε εδώ να μπούμε σε μια συζήτηση για το αν η ελληνική λογοτεχνία έχει ή όχι τα φόντα να διακριθεί στη σημερινή διεθνή λογοτεχνική αρένα. Υπάρχουν και οι δύο σχολές ερμηνείας, αυτή που λέει ότι τα καλά μας κείμενα τις περισσότερες φορές δεν αφορούν τον ξένο αναγνώστη, υπάρχουν όμως και άλλοι που υποστηρίζουν μετ’ επιτάσεως ότι το αντίθετο συμβαίνει, έχουμε εξαιρετική λογοτεχνία που απλώς δεν ξέρει πώς να βγει προς τα έξω. Μπορεί να είναι κι έτσι, ωστόσο υπάρχει μια πραγματικότητα που πρέπει να μας προβληματίσει: η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης, έγινε πρωτοσέλιδο παντού, κάτι που οδήγησε πολλούς ξένους εκδότες να αναζητούν μετά μανίας ελληνική λογοτεχνία, χωρίς όμως να καταφέρουν να χορτάσουν τη δίψα τους. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή μπορεί να φταίει και ο γιαλός, να μην αρμενίζουμε δηλαδή εμείς στραβά, αφού η δίψα αυτή είχε όνομα, «ελληνική κρίση» λέγεται, και η σχετική αναζήτηση ήταν αρκετά στοχευμένη. Μπορεί όμως και να αρμενίζουμε κι εμείς στραβά, αφού δεν φαίνεται να διαθέτουμε πολλά εμβληματικά έργα προ κρίσης που να περιγράφουν με δύναμη και ταλέντο τον δρόμο προς τον γκρεμό.
Υστερα από αυτόν τον εκτενέστατο πρόλογο, αξίζει νομίζω να εστιάσουμε σε μια αθόρυβη περίπτωση, αυτή του Δημήτρη Σωτάκη, που βήμα βήμα τα τελευταία δύο-τρία χρόνια ανοίγεται στο εξωτερικό, χωρίς θεαματικά αποτελέσματα αλλά με συνεχή πρόοδο, και με τα βιβλία του να μην είναι απλώς μεταφρασμένα αλλά και να υπάρχουν, στ’ αλήθεια, στις βιτρίνες πολλών ξένων βιβλιοπωλείων.

Οταν ήρθε ο ατζέντης
Ολα άρχισαν για τον 44χρονο σήμερα συγγραφέα όταν ένας από τους ατζέντηδες εκείνους που έψαχναν απεγνωσμένα ελληνικά βιβλία την εποχή της κρίσης, Ιταλός που εργάζεται στο Λονδίνο, εντόπισε μόνος του το βιβλίο «Το θαύμα της αναπνοής». Ο ίδιος ο Σωτάκης λέει στο «Βιβλιοδρόμιο» ότι δεν το έγραψε για την κρίση, τουλάχιστον όχι συνειδητά. Αλλά ότι έξω οι περισσότεροι το εκλαμβάνουν ως αλληγορία για την ελληνική κρίση. Ο ήρωας του βιβλίου δέχεται μια περίεργη πρόταση για δουλειά. Πρέπει να αποθηκεύει πράγματα στο σπίτι του από το στοκ μιας εταιρείας. Κάθε φορά που του φέρνουν κάτι του βάζουν και χρήματα στον λογαριασμό του. Ετσι έχει πια αρκετά χρήματα για να ζήσει, αλλά επειδή πρέπει να είναι παρών στις παραλαβές που όλο και πυκνώνουν, σταδιακά πνίγεται μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ευρηματικό σενάριο που πράγματι, ως αλληγορία, μπορεί να διαβαστεί με ποικίλους τρόπους.
Το βιβλίο αυτό, που ξεκίνησε να βγαίνει στο εξωτερικό το 2014, έχει μεταφραστεί ήδη ή πρόκειται να μεταφραστεί άμεσα σε εννέα χώρες: στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Τουρκία, τη Σερβία, τη FYROM, την Κροατία, την Ταϊβάν (στα κινεζικά) και τη Δανία. Στη Γαλλία ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Ζαν Μονέ, στην Τουρκία, που βγήκε πρόσφατα, έκανε δεύτερη έκδοση σε δύο μήνες.
Για δεύτερη έκδοση σε δύο μήνες πηγαίνει, στη Γαλλία αυτή τη φορά, και το βιβλίο του «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» που έχει ήρωα τον ναυαγό για τον οποίο μιλούσαμε στην αρχή του άρθρου. Αυτό το βιβλίο φαίνεται να τυχαίνει ακόμα καλύτερης υποδοχής στον γαλλικό Τύπο. Ο Σωτάκης, άλλωστε, φαίνεται να χτίζει σιγά σιγά και εντέλει να κατακτά μια ενδιαφέρουσα γραφή, με ωραίο μύθο και δουλεμένο, φαινομενικά μόνο ανεπιτήδευτο, ύφος. Τα βιβλία του, επίσης, δεν είναι ογκώδη, ούτε φλύαρα. Ο δε ατζέντης του περιμένει με μεγάλη υπομονή την κατάλληλη στιγμή για το άνοιγμα και στον –δύσκολο –αγγλόφωνο κόσμο. Ας δούμε όμως τι έγραψε στο «Nouvelobs», ο Ντιντιέ Ζακόμπ: «Θα χρειαζόταν ένας Βολταίρος για να αντλήσει, από την ελληνική οικονομική κρίση, μια ιστορία σαν του “Καντίντ”. Γεννημένος στην Αθήνα το 1973, άλλοτε σπουδαστής Μουσικολογίας στο Λονδίνο, ο Δημήτρης Σωτάκης έτυχε προσοχής χάρη σε ένα πρώτο μυθιστόρημα του οποίου ο τίτλος, λαμβανομένων υπόψη των δυσκολιών της Ελλάδας στο να βρίσκει λεφτά για να τελειώνει τον μήνα, μαρτυρούσε ήδη μια αθεράπευτη αισιοδοξία: “Τα χρήματα μπήκαν στον λογαριασμό σας” (σ.σ. είναι ο τίτλος στα γαλλικά του μυθιστορήματος “Το θαύμα της αναπνοής”). Ο Σωτάκης φιλοτεχνούσε εκεί το πορτρέτο ενός υπαλλήλου του οποίου το διαμέρισμα χρησίμευε για την αποθήκευση του ογκώδους στοκ της εταιρείας στην οποία δούλευε. Στην καινούργια του σάτιρα της καταναλωτικής κοινωνίας, ο Σωτάκης ωθεί τον παραλογισμό μέχρι του σημείου να φανταστεί έναν ναυαγό που χτίζει σούπερ μάρκετ σε ένα ερημονήσι. Ο Ροβήρος, 37 ετών, έχει γεννηθεί στο Ουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας. Ζει ήσυχα σε μια μικρή πόλη στα βόρεια της χώρας, όπου η βασική διασκέδαση είναι να κατεβάζει κανείς μπίρες στην τοπική παμπ. Ο Ροβήρος δουλεύει για ένα φοιτητικό περιοδικό και πρέπει να κάνει ένα ρεπορτάζ για τη Νέα Γουινέα.
Λίγες μέρες αφότου μπαρκάρει ξυπνάει, μόνος επιζών ενός ταξιδιού για το οποίο δεν θυμάται τίποτα, σε ένα παραδείσιο νησί στο οποίο κατοικούν μόνο κατσίκες και αγριογούρουνα. Ο αριβίστας Ροβινσώνας μας, τύπου Μακρόν, συλλαμβάνει λοιπόν το μεγαλειώδες σχέδιο να κάνει λεφτά ως μέγας λιανέμπορος. Συμπερασματικά, όλα βαίνουν προς το καλύτερο στον καλύτερο δυνατό κόσμο: η θάλασσα είναι γαλάζια, ο ήλιος λάμπει, οι εργοδότες μοσχομυρίζουν καυτή άμμο».

Δημήτρης Σωτάκης

Το θαύμα της αναπνοής

Εκδ. Κέδρος, 2017, Σελ. 214

Τιμή: 14 ευρώ

Δημήτρης Σωτάκης

Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ

Εκδ. Κέδρος, 2015, Σελ. 208

Τιμή: 11 ευρώ

«Γράφω για να δραπετεύω από τη δική μου, μέτρια ζωή»

Ο ίδιος ο Δημήτρης Σωτάκης, που βιοπορίζεται παραδίδοντας μαθήματα κινεζικών και διακρίνεται για τη σεμνότητά του, δεν δηλώνει ότι ξέρει το μυστικό αυτής της –έστω, μικρής, πάντως αξιοσημείωτης –επιτυχίας. Μας λέει ότι ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα βιβλία του δεν είναι «ελληνικά», με την έννοια ότι δεν έχουν ελληνικά ονόματα και τοπωνύμια.

«Δεν γράφω προσανατολισμένος σε ένα ορισμένο τόπο, τα βιβλία μου είναι απλώς ανθρωποκεντρικά, γράφω για τον σύγχρονο άνθρωπο» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Αυτό δεν το κάνω για να επιδιώξω την ευκολότερη μετάφρασή τους, το κάνω επειδή όταν γράφω θέλω να δραπετεύω από τη δική μου, μέτρια ζωή. Θέλω να γράφω δηλαδή για πράγματα που δεν ζω, που δεν συναντούν τη δική μου ζωή και ιστορία. Αλλοτε υπήρχε και η ψευδαίσθηση ότι για να ενδιαφέρει ένα βιβλίο τους άλλους έπρεπε να μιλάει για χούντα ή Εμφύλιο και να έχει μια Ακρόπολη στο εξώφυλλο. Δεν νομίζω ότι είναι έτσι». Μπορεί να συμβάλει και το χιούμορ των βιβλίων του στη διάδοσή τους; «Δεν το ξέρω, πάντως πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει και απόλαυση στη λογοτεχνία. Είναι μια συνθήκη αυτή που δεν μπορεί να μην ισχύει».
Μοτίβα και συμβάσεις

Από τον homo economicus στον homo consumens

Ενα ιλαρό και ταυτόχρονα βαθύ αφήγημα όπου το παράλογο ανταγωνίζεται με τον ρεαλισμό

Εντυπωσιακή είναι η ανάλυση της Φρανσουάζ Μπιενφέ στη «Figaro»:«Ενας δημοσιογράφος μιας μικρής πόλης της Νέας Ζηλανδίας ναυαγεί και ξεβράζεται σε ένα έρημο νησί στη μέση του Ειρηνικού. Πολύ γρήγορα, αυτός ο Ροβινσώνας του 21ου αιώνα βλέπει σε αυτή του την περιπέτεια την ονειρεμένη ευκαιρία να αφήσει να εκδηλωθούν οι πιο μύχιες φιλοδοξίες του. Παρακινημένος από την εμμονή της επιτυχίας αλλά και από μια εντυπωσιακά ανθεκτική αφέλεια, αποφασισμένος να κατακτήσει με κάθε τίμημα την ευτυχία και την αναγνώριση, αποφασίζει να χτίσει ένα… σούπερ μάρκετ.

Σπαρταριστή κωμωδία με θέμα τις φιλοδοξίες και τις επιθυμίες του 21ου αιώνα. Μυθιστόρημα για τη μοναξιά, τη ματαιότητα και, κυρίως, για τις αυταπάτες πίσω από τις οποίες τρέχουμε όλοι. Και για να το πάμε ακόμα πιο πέρα: Μεταφέροντας στον χρόνο και τον χώρο τον “Ροβινσώνα” του Ντάνιελ Νταφόε, ο Δημήτρης Σωτάκης επανεξετάζει τις ιδεολογικές, κοινωνικές και αισθητικές αξίες του Ροβινσώνα Κρούσου, προτείνοντας μια ιδιαίτερα ανατρεπτική εκδοχή αυτού του λογοτεχνικού μύθου.
Καταγράφοντας, κατά κάποιον τρόπο, το πέρασμα από τον homo economicus (τον οικονομικό άνθρωπο) στον homo consumens (τον καταναλωτικό άνθρωπο), στηριζόμενος επιπλέον σε μια πρωτότυπη ανάγνωση του βιβλίου “Ο Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού” του Μισέλ Τουρνιέ ή επίσης του βιβλίου “Ροβήρος ο Κατακτητής” του Ιουλίου Βερν, ο Σωτάκης συνθέτει ένα ιλαρό και ταυτόχρονα βαθύ αφήγημα όπου το παράλογο ανταγωνίζεται με τον ρεαλισμό. Αυτό που καθοδηγεί τις ενέργειες του ήρωα του Σωτάκη δεν είναι πλέον η ανάγκη της επιβίωσης, αλλά η ανάγκη δημιουργίας και αναγνώρισης.
Γιατί αυτός δεν φθάνει στο έρημο νησί του με τα εργαλεία του πολιτισμού του, όπως συμβαίνει στον Νταφόε, αλλά με μια νοοτροπία, έννοιες και πρότυπα της σύγχρονης κοινωνίας της κατανάλωσης. Ο συγγραφέας αρέσκεται επιπλέον να παίζει με ικανό αριθμό λογοτεχνικών μοτίβων και αφηγηματικών συμβάσεων σε βαθμό που θα μπορούσε κανείς να δει σε αυτόν τον μύθο μια κωμική και λεπταίσθητη διατύπωση ερωτημάτων για την ίδια τη φιλοδοξία της συγγραφής.Στο τέλος τέλος, η αναζήτηση της ευτυχίας δεν μας φέρνει αντιμέτωπους με τους πιο μεγάλους κινδύνους;».