«Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να πείσω τον εαυτό μου ότι υπάρχει χώρος για μένα σ’ εκείνο το αθέατο σημείο που δημιουργούν δύο προβολείς όταν διασταυρώνονται. Θα μου επέτρεπε η θέση να βλέπω άνετα και διακριτικά… Δεν αμφιβάλλεις ούτε στιγμή ότι κάθε σκιά είναι αφερέγγυα. Το παράξενο είναι πως σε πείθει κάποια, αόριστη κι αυτή, όταν υπόσχεται, αντίθετα με τις άλλες, άφθονο χρόνο: ανύπαρκτο στην πραγματικότητα και το νιώθεις». Ενα διπλό δείγμα θέασης απότο αμέσως προηγούμενο βιβλίο του Τάσου Γουδέλη, Toωραίο ατύχημα,που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις τουΚέδρου το 2013. Αρκούν ως εισαγωγή και στο κλίμα της σημερινής συλλογής διηγημάτων του. Δεινός αναγνώστης, ειδήμων του κινηματογραφικού ιδιώματος, ευρηματικός υπομνηματιστής του άτακτουυλικούτης προσωπικής και συλλογικής μνήμης, αρνούμενος να συμβιβαστεί με την κανονιστικήπεζογραφία, όπως ακριβώς κάνουν οι πολλοί, δικαίως προβεβλημένος για τις αποτελεσματικές υφολογικές του αποκρυσταλλώσεις, ανιχνευτής των δεσμών που συνδέουν τα ορατά με τα αόρατα του βίου, ο Τάσος Γουδέλης κυριολεκτεί, μεταξύ άλλων, τη στιγμή που δεν παύει να αμφιβάλλει για την ίδια την ηθική χρησιμότητα της όποιας μονοσήμαντης κυριολεξίας. Αυτήν ειδικότερα που μόλις ανέδειξε και στην κειμενική εμβέλεια τηςΑπόστασης αναπνοήςκαι επείγεται στη συνέχεια να την υπονομεύσει κατά κράτος. Να τη μεταλλάξει δηλαδή σε απόχρωση ενός παρεμφερούς στοχασμού. Ή και να την αναβαθμίσει σε χρηστικό αντίποδά της, αναδεικνύοντας τοάλλονόημα. Ανατρέποντας εν ολίγοις την παρ’ ολίγον τελική έκφανση, κλείνει μάτι στο μετ’ επιτάσεως πιθανολογούμενο δεύτερο ή και τρίτο εν παρενδύσει νόημα.
Κεντρομόλος και φυγόκεντρος
Η κεντρομόλος δύναμη, η οποία τον ωθεί να διαρθρώσει εν τέλει ρηματική συνέπεια, έρχεται σαφώς αντιμέτωπη με την εμφανέστατη εκείνη φυγόκεντρο δύναμη των ίδιων των λέξεων, οι οποίες επιδιώκουν, πότε ματαίως – πότε όχι, να ξεφύγουν από το πρόσωπο – πράγμα ή κατάσταση. Δηλαδή από το μυστηριώδες σημαινόμενο. Η γραφή καθίσταται εν τέλει ο μάρτυρας μιας παρατεταμένης απόπειρας διαφυγής του δήθεν οριστικού. Και της παρεπόμενης διάχυσής του στη μεγάλη λίμνη του απλώς ενδεχομένου. Ισχυρίζομαι ότι ηΑπόσταση αναπνοήςσυνιστά αυτό ακριβώς το διάστημα, το οποίο χωρίζει διαρκώς το απολύτως νοούμενο από το απολύτως κατατεθέν. Ολα αυτά τα χρόνια ο Τάσος Γουδέλης φρονώ ότι συνθέτει το ένα και το αυτό βιβλίο. Κατά τρόπο συστηματικό και ρηξικέλευθο. Μας παρουσιάζει κατά καιρούς τα κεφάλαιά του ως να ήταν ο τακτικός της ρήσης. Μάλιστα, κρίνοντας δεκαπέντε χρόνια πριν στην εφημερίδα «Καθημερινή» την κρίσιμη κειμενική εκδοχή του, τη διπλοβραβευμένηΓυναίκα που μιλά(Κέδρος), είχα διακρίνει ότι ο δημιουργικός λόγος του συνιστά «ένα περιεκτικό, ικανοποιητικό πάντως αντίδοτο κατά της ανίας και της ασύγγνωστης μετριότητας που ευαγγελίζεται χωρίς αιδώ ένα μεγάλο δυστυχώς μέρος της τρέχουσας, εγχώριας κυρίως, λογοτεχνικής παραγωγής».
Συγκρατώ ότι το φαντασιακό στοιχείο οργιάζει τη στιγμή ακριβώς που καθεύδει ο ρεαλισμός. Επισημαίνω εν προκειμένω ότι η διευκρίνιση, η οποία ακολουθεί, ίσως θα συνιστούσε τεκμηριωμένη επεξήγηση περί του προβαδίσματος, το οποίο έχει δυνητικά η απόρριψη της λεγόμενης εξ αντικειμένου συνθήκης. Θα μπορούσε να αποτυπωθεί με ευχέρεια π.χ. στα «Fragmenta 2»,το ευθύβολο από κάθε άποψη έκτο στη σειρά μέρος του εν λόγω έργου. Ητοι: «Η τέχνη δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια. Η αλήθεια είναι Θεός. Η τέχνη είναι το ψέμα. Είναι το μη υπάρχον. Οταν η τέχνη προσπαθεί να δείξει την πραγματικότητα ή μέσω της πραγματικότητας να καταγγείλει ή να παραπέμψει, νομίζω ότι είναι δημοσιογραφική τέχνη». Αλλά εδώ δεν εξομολογείται μία ακόμη γουδελική περσόνα, αλλά ο Κώστας Τσόκλης αυτοπροσώπως (βλ. «ΤΑ ΝΕΑ», 24 Ιουνίου τ.έ.). Ο,τι, εν ολίγοις, διατείνεται το σύνολο αυτών των αρκούντως εικονοκλαστικών μικροϊστοριών.Ή άλλως κατά το ελυτικό εκείνο,«το ψέμα ήταν τόσο αληθινό που ακόμα καίν’ τα χείλη μου».
Οπτικές γωνίες
Το πολύπλοκο, αντιφατικό εν πολλοίς φαινόμενο της ψυχοπνευματικής ζωής ερευνάται από διάφορες οπτικές γωνίες. Η ευφυής διαχείριση του διακεκομμένου υλικού της τρέλας, το οποίο, ως γνωστόν, εμπεριέχεται στην καθημερινότητα προκαλεί περαιτέρω ανανέωση της αίσθησης μιας ειδικότερης ανασύστασης εκ του μη όντος. Η στέρηση, ο διχασμός του προσώπου, το σύμπλεγμα της επίδρασης μιας ακάθεκτης ετερότητας, η αγωνία της εξάρθρωσης του υποκειμένου από
εκείνον: ιδού ακροθιγώς μερικές από τις εστίες των αφηγουμένων. Η δε αντιδιαστολή της πρότασης Α από την αντιπρόταση Α1 αρκεί για να σχηματιστεί στα ερείπια της πρότασης η νέα πύλη των νοουμένων. Η αναίρεση της αμέσως προηγουμένης έκφανσης, η ακύρωση μιας κατά τα φαινόμενα πανίσχυρης εννοιολογικά δήλωσης, λειτουργεί δηλαδή απλώς κατά τα φαινόμενα διαλυτικά. Η ενεργοποίηση και η πρόσφορη επακόλουθη επεξεργασία μιας έντονα συνειδητής αντίθεσης στο ημέτερο λεκτικόforum,όπως θα έδειχνε εν προκειμένω ο Ρομάν Τζάκομπσον, οργανώνουν και ενισχύουν τη δράση μιας εμφανώς ιδιάζουσας ποιητικής. Η συνομιλία, κατά τα άλλα, με το υπερ-δεδομένο, το μείζον δηλαδή υφαντό των άλλων, γειώνεται στην κινούμενη κειμενική άμμο: γι’ αυτό ακριβώς το διήγημα πάλλει. Πάντοτε πάλλει.
Τάσος Γουδέλης
Απόσταση αναπνοής
Εκδ. Πατάκη, 2017,
Σελ. 230
Τιμή: 11 ευρώ
Ελικοειδή σχήματα Συμμετρικές αναδιατάξεις
Η μη υποταγή στο κοινότοπο, η μη άρθρωση δουλικής μίμησης, ο μη εγκιβωτισμός στο σύνηθες, διαβαίνει υποχρεωτικά από το δόκιμο ρήμα: ιδού το κατεξοχήν ζήτημα αρχής, όπως υποστηρίζεται σε όλη την έκταση τηςΑπόστασης αναπνοής. Οι διάσπαρτες γραμματικές της εικόνες αντανακλούν κυρίως την εξωλογική εξέλιξη πλείστων ρυθμίσεων που απέβλεπαν στην καθιέρωση μιας άνωθεν ορθότητας.
Βεβαίως έχουν συνδράμει εδώ, μεταξύ άλλων, φέρ’ ειπείν, τα διδάγματα από τους ενίοτε εξαντλητικούς πειραματισμούς γάλλων δημιουργών λόγου. Εξού και τα αλλεπάλληλα ελικοειδή σχήματα, τα οποία θυμίζουν τους τακτικούς λεκτικούς ελιγμούς του αγρονόμου μηχανικού και συν τοις άλλοις κινηματογραφιστή Αλέν Ρομπ-Γκριγέ. Οι δε συχνές πυκνές συμμετρικές αναδιατάξεις του εξαιρετικά επιμελημένου θεματικού υλικού, οι υπαναχωρήσεις, οι συντμήσεις, οι επαναφορές των συνδηλώσεων, οι αναδιπλώσεις των ιστών του νοήματος μπροστά στο όντως χαοτικό γίγνεσθαι, οι οποίες με τη σειρά τους παραπέμπουν εμμέσως πλην σαφώς στην κειμενική στρατηγική του Κλοντ Σιμόν. Ή στους ειδολογικούς τόπους του Μισέλ Μπιτόρ ή και της περιώνυμης Ναταλί Σαρότ.
Κοντολογίς, οι απρόοπτοι επαγωγικοί συσχετισμοί, όσοι μάλιστα ανάγονται προοδευτικά σε κύριους κειμενικούς δείκτες, υποστηρίζουν επιτυχώς και πάλι την αποστολή της αδιάπτωτης εγρήγορσης στην ευρύτερη κειμενική σκηνή. Το κείμενο προτίθεται και δύναται πράγματι να ευσταθεί ως εκτελεστική προοπτική του συγκεκριμένου συγγραφικού ονείρου.