Ο Ντάνιελ Κέλμαν είναι από τους συγγραφείς εκείνους που μας θυμίζουν τη σπουδαία παράδοση που έχει η Γερμανία στη λογοτεχνία. Aν και νέος ακόμη, είναι όχι μόνο καταξιωμένος, μια και «η Μέτρηση του κόσμου», όπου πρωταγωνιστούν δυο τοτεμικές φιγούρες του γερμανικού κλασικισμού, ο Αλεξάντερ φον Χούμπολντ και ο Καρλ Φρίντριχ Γκάους, του άνοιξε την πόρτα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, αλλά και τον καθιέρωσε ως το νέο μεγάλο όνομα αυτής της σπουδαίας λογοτεχνίας που διαθέτει τόσο βαθιές και ιστορικές ρίζες.
Αρκετοί τον τοποθετούν στον ευρωπαϊκό μαγικό ρεαλισμό. Πιστεύω πως εάν ανήκει σε κάποιο είδος ο Κέλμαν, είναι εκείνο του «ανυψωμένου» ρεαλισμού. Οι συγγραφείς του μαγικού ρεαλισμού εγκατασπείρουν στο περιεχόμενο μαγικά / φανταστικά στοιχεία, τα οποία οι χαρακτήρες τα αντιλαμβάνονται ως μέρος της πραγματικότητας. Σε έναν ρεαλισμό «ανοιχτού πεδίου», τα μαγικά / φανταστικά αυτά στοιχεία δεν είναι σε απόλυτη αντίθεση με την πραγματικότητα, αλλά κυοφορούνται από αυτήν, αποτελούν το εν δυνάμει της, αντανακλούν τις πλευρές εκείνες της ανθρώπινης φύσης τις οποίες ο άνθρωπος δεν έχει εξερευνήσει ακόμη. Στον νου έρχεται η φράση του Χένρι Τζέιμς «το αλλόκοτο και το απειλητικό συνυφασμένα στην κανονικότητα του φυσιολογικού και του συνήθους» (δεν είναι τυχαία άλλωστε η συγγενική σχέση του βιβλίου του φερμανού πεζογράφου με το «Στρίψιμο της βίδας» του μεγάλου αμερικανού συγγραφέα). Στο ανά χείρας βιβλίο, ωστόσο, ο Κέλμαν φλερτάρει περισσότερο με το φανταστικό. Με ένα φανταστικό ωστόσο έμπλεο σημειολογικών αναφορών (κυρίως όσον αφορά την αφηγηματική τεχνική). Σε πρώτη ανάγνωση, θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια κλασική ιστορία τρόμου γύρω από ένα στοιχειωμένο σπίτι, ένα σπίτι φαντασμάτων. Η πρόζα του Κέλμαν στροβιλίζεται γύρω από τη σπονδυλική στήλη της ίδιας της αφηγηματικής δομής, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία αφηγηματικών ειδών, όπως οι ημερολογιακές καταγραφές, οι σημειώσεις αλλά και το σενάριο το οποίο γράφει ο κεντρικός ήρωας (ναι, είναι συγγραφέας).
Τι συμβαίνει λοιπόν στο βιβλίο: Πρόκειται για μια καταγραφή επτά ημερών, τις οποίες ο ήρωας συγγραφέας, η ηθοποιός γυναίκα του και το τεσσάρων χρονών κοριτσάκι τους περνούν σε ένα σπίτι που έχουν νοικιάσει σε ένα αλπικό χωριό της Γερμανίας. Ο συγγραφέας θέλει να τελειώσει ένα σενάριο – σίκουελ της ταινίας που απογείωσε την καριέρα του, αλλά κάτι ανεξήγητο τον εμποδίζει, το οποίο και καταγράφει μαζί με τα παράδοξα γεγονότα που συμβαίνουν τριγύρω αλλά και μέσα του, ενώ το σπίτι κάποια στιγμή μοιάζει να αψηφά τους κανόνες της φυσικής. Από την πλοκή δεν απουσιάζει και η κλασική προοικονομία: η προτροπή των ανθρώπων του χωριού προς τον ήρωα να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να φύγει όσο πιο σύντομα μπορεί από αυτό το παράξενο μέρος.
Η τριαδική σχέση (ήρωας συγγραφέας, σύζυγος, μικρό παιδί) σε συνδυασμό με το στοιχειωμένο σπίτι στο βουνό θυμίζει κάτι από τη «Λάμψη» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, η οποία βασίζεται σε ένα διήγημα του Στίβεν Κινγκ, ο Κέλμαν ωστόσο δεν προβάλλει την κινητοποίηση του κακού, τον τρόμο ή το σπλάτερ. Βέβαια δεν παραλείπει το homage στην αρχική έμπνευση αναφέροντάς την (τη «Λάμψη») ως «εκείνη την ταινία με τη Steadicam κάμερα».
Το κείμενο που διαβάζουμε μοιάζει να είναι ένα απόσπασμα ενός μεγαλύτερου, λες και κάποιος έχει αφαιρέσει μερικές σκηνές ή φράσεις. Φτάνοντας σε μια έξοχη πύκνωση, αφήνοντας ακόμη και προτάσεις στον αέρα, ο Κέλμαν δημιουργεί μια φευγαλέα όψη μιας εναλλακτικής πραγματικότητας όπου όλα είναι πιθανά. Ναι μεν είμαστε στις Αλπεις, όμως το τοπίο μπορεί να είναι εκείνο που φαίνεται, μπορεί και όχι. Το σπίτι όπου κατοικεί η οικογένεια έχει εναλλακτικές χωροταξικές αναγνώσεις, μπορεί να θεωρηθεί έως ένας λαβύρινθος ή ένα αδιέξοδο.
Ο Κέλμαν πετάει την πυξίδα και τον ορθολογισμό από το παράθυρο και βυθοσκοπεί τον ήρωά του μέσα από τα θραύσματα που ο ίδιος μας παρουσιάζει. Ακόμη και όταν αναφέρεται σε κάτι «λογικό», όπως οι σκηνές με το baby monitor από όπου ο συγγραφέας παρακολουθεί την κόρη του, το κάνει με μια τέτοια υπόγεια δύναμη και τέτοια απόκοσμη ενέργεια που σε κρατούν με κομμένη την ανάσα. Ο ήρωας νομίζει ότι ελέγχει το περιβάλλον, αλλά εντέλει είναι το περιβάλλον εκείνο το οποίο ελέγχει τον ήρωα: «[…] Ανέκαθεν ήμουν της άποψης πως όταν λέμε μου σηκώθηκε η τρίχα από τον φόβο είναι απλώς ένα σχήμα λόγου. Να όμως που τώρα αισθάνομαι ακριβώς έτσι. Το κάδρο δεν είναι στη θέση του, και αν η μνήμη μου δεν με απατά, έπρεπε να βρίσκεται σε εκείνο το συγκεκριμένο σημείο. Και όχι μόνο δεν υπάρχει κάδρο δίπλα στο πλυντήριο, δεν υπάρχει ούτε καρφί στον τοίχο, ούτε καν τρύπα από καρφί. Και δεν υπάρχει κάποιο άλλο κάδρο, πουθενά στο δωμάτιο και πουθενά στον διάδρομο έξω και, τώρα που το σκέφτομαι, πουθενά στο σπίτι. Παντού λευκοί τοίχοι, πουθενά φωτογραφία, πουθενά πίνακας».

Daniel Kehlmann

Επρεπε να είχες φύγει

Μτφ. Κώστας Κοσμάς,

Εκδ. Καστανιώτη, 2017, Σελ. 112

Τιμή: 9,50 ευρώ

Σχεδόν προσχηματική η πλοκή

Μισό ψιθύρισμα μισό αναστεναγμός

Οπως σε κάθε σημαντικό έργο τέχνης, το θέμα δεν είναι το τι αλλά το πώς. Ναι, πλοκή υπάρχει, αλλά είναι σχεδόν προσχηματική, το στοίχημα παίζεται στις ντελικάτες αποκλίσεις, στις αποσιωπήσεις, στα χάσματα, στα ερωτηματικά, στις αντανακλάσεις, στα είδωλα που εμφανίζονται εκεί που δεν πρέπει και εξαφανίζονται εκεί που πρέπει. Κλείνω με τον ίδιο τον συγγραφέα, αφού συγχαρώ τον μεταφραστή Κώστα Κοσμά για την πραγματικά έξοχη δουλειά του:«[…] Εσβησα λοιπόν το φως, έκλεισα την πόρτα, κατέβηκα τη σκάλα, όταν όμως μπήκα στο καθιστικό ξανά άκουσα τη φωνή, και έλεγε κάτι λέξεις παράξενες και παλιές, μισό ψιθύρισμα μισό αναστεναγμός, και όταν πλησίασα το baby monitor και είδα μια ψηλή μορφή να σκύβει πάνω από το κρεβάτι της Εστερ ένιωσα την καρδιά μου να παγώνει. […]»

INFO. Ο Ντάνιελ Κέλμαν ανήκει στους σημαντικότερους συγγραφείς της νεότερης ευρωπαϊκής γενιάς. Γεννήθηκε το 1975 στο Μόναχο και σήμερα ζει στο Βερολίνο. Για το έργο του έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το βραβείο λογοτεχνίας του Ιδρύματος Konrad Adenauer και τα λογοτεχνικά βραβεία Kleist, WELT, Per-Olov-Enquist και Thomas Mann