Η δουλειά του δημοσιογράφου είναι όλο και πιο δύσκολη. Πρώτα απ’ όλα, για λόγους οικονομικούς –κάτι ξέρουμε σ’ αυτό το μαγαζί. Η δημοσιογραφία δεν είναι πια προσοδοφόρα, λέει στην «Ελ Παΐς» ο Τσάρλι Μπέκετ, καθηγητής στη London School of Economics, συγγραφέας, μπλόγκερ και ιδρυτής του έγκυρου think tank Polis. Η διαφήμιση φεύγει από τα συμβατικά Μέσα και κατευθύνεται στην Google ή στο facebook, όπου οι ειδήσεις αποτελούν ένα μικρό μέρος του περιεχομένου τους. Αλλά τα μέσα ενημέρωσης είναι αναγκαία από πολιτική άποψη. Στους πολιτικούς και τους κυβερνώντες δεν αρέσουν οι ψεύτικες ειδήσεις και ο εξτρεμισμός. Με αυτή την έννοια, οι πολιτικοί είναι σύμμαχοι των μίντια, αναγνωρίζουν τον ρόλο τους στην οικονομία, την πολιτική, τη δημοκρατία. Ομως οι δημοσιογράφοι φαίνεται να το ξεχνούν. Ξεχνούν να φωνάξουν τους λόγους για τους οποίους η δημοσιογραφία είναι χρήσιμη, και κυρίως σημαντική.
Ο άλλος λόγος που έχει δυσκολέψει η δουλειά μας, πάντα σύμφωνα με τον Μπέκετ, είναι η διάδοση της άποψης ότι η αλήθεια δεν έχει σχέση με τα γεγονότα. Για πολλούς αναγνώστες, ψευδής είδηση είναι μια είδηση με την οποία δεν συμφωνούν. Και αντιστρόφως: κοινοποιείς ένα θέμα στο facebook ή στο twitter όχι κατ’ ανάγκη επειδή το θεωρείς αντικειμενικό ή ενδιαφέρον, αλλά επειδή σου αρέσει συναισθηματικά ή πολιτικά. Την ίδια στιγμή, όλο και περισσότερα Μέσα ανακατεύουν τις απόψεις με τα γεγονότα. Ακόμη και το BBC, όταν μεταδίδει μια είδηση, προσθέτει αμέσως μια ανάλυση. Η ανάλυση, όμως, περιλαμβάνει μοιραία μια γνώμη. Σε μια πολύ ανταγωνιστική αγορά, τα Μέσα ανακαλύπτουν ότι όσο πιο ιδεολογικά φορτισμένη είναι μια είδηση τόσο περισσότερο αρέσει. Χρέος του δημοσιογράφου, έτσι, είναι να λέει «κοιτάξτε, ξέρω ότι από συναισθηματική άποψη πιστεύετε αυτό, αλλά τα γεγονότα είναι εκείνα».
Στην Ελλάδα υπάρχει κι ένας τρίτος λόγος που η δουλειά του δημοσιογράφου είναι δύσκολη: ο φόβος της αγωγής από τους πολιτικούς. Οι δύο ειδήσεις που ήρθαν αυτή την εβδομάδα από αυτό το μέτωπο έδειξαν πόσο πολύ μπορείς να ταλαιπωρηθείς και πόσο εύκολα μπορείς να χρεοκοπήσεις, επειδή ένας πολιτικός, και δη ένας ισχυρός πολιτικός, εξέλαβε ένα πολιτικό σου σχόλιο ως δυσφήμηση και κατέφυγε στη Δικαιοσύνη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε πολίτης πρέπει να προστατεύεται νομικά από μια κακόβουλη επίθεση που προσβάλλει την προσωπικότητά του. Καμιά τέτοια πρόθεση δεν είχε όμως ο Ανδρέας Πετρουλάκης όταν έγραψε ότι ο Πάνος Καμμένος είναι βγαλμένος από την ίδια μήτρα της έξαλλης εθνολαϊκιστικής Ακροδεξιάς με το κόμμα του Καρατζαφέρη. Ούτε ο Ανδρέας Παππάς όταν χαρακτήρισε τον Νίκο Κοτζιά γκαουλάιτερ του σταλινισμού. Αυτό δεν εμπόδισε τους δύο υπουργούς να καταθέσουν αγωγές, ζητώντας αστρονομικά ποσά. Ο Πετρουλάκης αθωώθηκε, αφού όμως χρειάστηκε να περάσουν κοντά δυόμισι χρόνια. Ο Παππάς καταδικάστηκε, μαζί με τους διευθυντές του περιοδικού στο οποίο διατύπωσε την άποψή του. Κι αν η δικαίωσή τους στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θεωρείται βέβαιη, το κακό θα έχει γίνει.
Ο Τσάρλι Μπέκετ έχει άδικο: δεν είναι όλοι οι πολιτικοί σύμμαχοι των μίντια. Ούτε αντιπαθούν όλοι τις ψεύτικες ειδήσεις. Αλλά αυτό καθιστά τη δουλειά μας ακόμη πιο σημαντική.