Μάλλον πέφτουν τελικά οριστικά στο κενό οι προσπάθειες υλοποίησης των υποσχέσεων για μια λύση στο πλαίσιο της περίφημης «διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας» στην Κύπρο. Είναι πολλά και σκληρά τα ερωτήματα που εγείρονται για τις πολιτικές ευθύνες. Αν αυτά όμως είναι θέματα που αφορούν κυρίως τους πολιτικούς, τους διπλωμάτες και τους αναλυτές, ένα καυτό θέμα έχει να κάνει με το πώς βλέπουν την όλη κατάρρευση των συνομιλιών και της ειρηνευτικής διαδικασίας οι ίδιοι οι Κύπριοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, που είναι και οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Τι λέει η περίφημη κοινωνία των πολιτών στην ντε φάκτο διαιρεμένη αυτή χώρα για το αδιέξοδο; Υπάρχει κάποια πίεση «από τα κάτω» για να βρεθεί επιτέλους λύση –όπως είχε συμβεί, για παράδειγμα, στην τουρκοκυπριακή πλευρά το 2004, όταν υπήρχε μια έντονη κινητοποίηση υπέρ του σχεδίου Ανάν; Ή μήπως ισχύει τελικά το γεγονός πως απ’ όλο το φιάσκο ισχυροποιούνται οι πιο ακραίες εθνικιστικές φωνές που θεωρούσαν εξαρχής καταδικασμένη κάθε προσπάθεια εξεύρεσης αμοιβαία αποδεκτής λύσης προς αποφυγή μια επίσημης διχοτόμησης του νησιού; Οπως και να ‘χει, κανείς έχει την αίσθηση πως οι συνομιλίες λάμβαναν χώρα σχεδόν εν κενώ, εκτός πλαισίου, χωρίς τον αναγκαίο έλεγχο αλλά και την απαραίτητη ώθηση από τις αντίστοιχες κοινότητες που μοιάζουν μουδιασμένες και χωρίς δική τους φωνή.
Μοιάζει παράδοξο όμως το γεγονός πως ούτε στην Ελλάδα μιλάμε πια για την Κύπρο. Καλώς ή κακώς, η χώρα μας είχε και έχει άμεση εμπλοκή στην όλη υπόθεση γιατί το Κυπριακό σφραγίστηκε από τις καταστροφικές ενέργειες του καθεστώτος Ιωαννίδη σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια πριν, τον καυτό εκείνο Ιούλιο του ’74. Εκείνο το κομβικό γεγονός μοιραία άλλαξε τα πάντα όχι μόνο για το νησί, αλλά και για την ίδια την Ελλάδα με την κατάρρευση του καθεστώτος των συνταγματαρχών αμέσως μετά. Φαντάζομαι, για παράδειγμα, πως όσοι έζησαν τα γεγονότα της Μεταπολίτευσης θυμούνται ακριβώς πού ήταν όταν έγινε η εισβολή, σε ατομικό επίπεδο –όπως αντίστοιχα οι παλαιότεροι Αμερικανοί θυμούνται ακριβώς τι έκαναν τη μέρα που δολοφονήθηκε ο Κένεντι. Είναι όμως ενδιαφέρον πως δεν έχουμε έντονη συλλογική μνήμη ούτε για τα γεγονότα αυτά ούτε και για την επιστράτευση που ακολούθησε.
Παρότι δεν συμφωνώ με την ιδέα πως η Κύπρος είναι το «ελληνικό Βιετνάμ», όπως είχε γράψει προ δεκαετίας στο μπεστ σέλερ βιβλίο του «Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή» ο συγγραφέας Βασίλης Γκουρογιάννης, όπου παρομοίαζε την Κύπρο με μια ανοιχτή πληγή που δεν λέει να κλείσει και κακοφορμίζει, είναι γεγονός πως υπάρχει μια παράξενη παρατεταμένη σιωπή για το όλο ζήτημα που παραπέμπει σε ένα είδος συλλογικού τραύματος και επίμονης άρνησης αντιμετώπισής του εκ μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Από τα χρόνια που το Κυπριακό και οι κινήσεις του Μακάριου μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, κινητοποιώντας έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, περάσαμε στην απόλυτη αδιαφορία. Δημοσιογραφικά η Κύπρος «δεν πουλάει» πια εδώ και χρόνια. Ισως έχει να κάνει με το γεγονός πως η κρίση μάς έχει βουλιάξει σε μια ατέρμονη ομφαλοσκόπηση. Ισως πάλι γιατί, όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη συζήτηση για τη χούντα, μας συνδέει απευθείας με τη σκοτεινή δεκαετία του ’70 και με μέρες που δεν θέλουμε να θυμόμαστε.
Το 2004 το σχέδιο Ανάν είχε δημιουργήσει βραχυπρόθεσμα μια κάποια δημόσια συζήτηση σχετικά με την Κύπρο, παρά την αφόρητη πόλωση, τις εθνικιστικές κορόνες και το άδοξο τέλος του. Κάπως είχαν αναδυθεί δειλά κάποιες διαφορετικές φωνές που μιλούσαν για τους αγνοουμένους των άλλων, τη νεκρή ζώνη κ.τ.λ. Ισως τώρα οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που πιθανότατα θα προκαλέσουν οι τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό να μας αναγκάσουν να αντιμετωπίσουμε οριστικά τη διχοτομημένη μνήμη μας.

Ο Κωστής Κορνέτης είναι ερευνητής CONEX-Marie Curie στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Carlos III της Μαδρίτης. Το βιβλίο του «Τα παιδιά της δικτατορίας» κυκλοφορεί από τις εκδ. Πόλις