Το 1897, μετά το τέλος του καταστροφικού ελληνοτουρκικού πολέμου, η εφημερίδα «Σάλπιγξ» κατηγόρησε την Ευρώπη ότι δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει την Ελλάδα από το να πάει στον πόλεμο, «ενώ άριστα εγνώριζε πού θα έφερεν το Ελληνικόν Εθνος η ευγενής του τύφλωσις» (βλέπε Γ.Ν. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…»). Εκατόν είκοσι χρόνια μετά, είναι ζήτημα εάν έχουμε καταλάβει πού μας οδηγεί «η ευγενής μας τύφλωσις». Και ναι μεν σε ό,τι αφορά την οικονομία η Ευρώπη έκανε κάτι για να μας σταματήσει, να μας κάνει να καταλάβουμε. Στα άλλα όμως θέματα, που δεν μπορεί να κάνει αυτό το κάτι (γιατί δεν έχει την αρμοδιότητα), παραμένουμε εκεί περίπου που ήμασταν το 1897. Γιατί «η ευγενής μας τύφλωσις» σημαίνει:
Πρώτον, ότι δεν διδασκόμεθα τίποτα από την Ιστορία. Επαναλαμβάνουμε τα διαχρονικά μας λάθη που μας έχουν οδηγήσει επανειλημμένα σε αδιέξοδα, καταστροφές και ήττες, είτε πρόκειται για τον πόλεμο του 1897, τη Μικρασιατική Καταστροφή είτε το Κυπριακό, το Μακεδονικό (ονομασία ΠΓΔΜ). Η Ιστορία για την Ελλάδα λειτουργεί ως άλλοθι για να συνεχίζουμε την «τύφλωσή» μας, τις μαξιμαλιστικές, εν πολλοίς ουτοπικές μας επιδιώξεις, έστω κι αν καταλήγουν σε ακινησία και συχνά σε συμφορές.
Δεύτερον, το ορθολογικά «εφικτό» δεν φαίνεται να μας ενδιαφέρει, έστω κι αν συνιστά αισθητή βελτίωση μιας δεδομένης αρνητικής πολιτικής κατάστασης. Μας ενδιαφέρει ή προσποιούμεθα ότι μας ενδιαφέρει το δίκαιο όπως ορισμένες φορές το έχουμε κωδικοποιήσει εμείς στο μυαλό μας και όπως το ερμηνεύουμε εμείς. Οπωσδήποτε θα πρέπει πρωτίστως να μας ενδιαφέρει το δίκαιο. Αλλά το δίκαιο ή οι «δίκαιες λύσεις» δεν επιτυγχάνονται με ακραίες πράξεις, με την απολυτότητα και την ανελαστική εφαρμογή τους. Γιατί τότε δεν θα υπήρχε λόγος για καμιά πολιτική διαπραγμάτευση, για κανένα συμβιβασμό. Θα αναθέταμε στους δικαστές το έργο της επιβολής του δικαίου για την επίλυση των προβλημάτων. Το δίκαιο παρέχει το αναγκαίο πλαίσιο, τις αρχές, τις βάσεις για την επίτευξη του χρονικά «επιτεύξιμου», του ορθολογικά εφικτού. Και πάντως καλό θα είναι πάντοτε να έχουμε στο μυαλό μας τη φράση του Ελευθέριου Βενιζέλου ότι «τα κράτη δεν έχουν δίκαια, έχουν συμφέροντα» –φράση που ήθελε να καταδικάσει κάποιες εμμονές μας.
Τρίτον, δεν αναλαμβάνουμε ποτέ τις ευθύνες μας. Σ’ όλα σχεδόν τα αδιέξοδα, ήττες, καταστροφές η ευθύνη κατά κανόνα βαραίνει πάντοτε τον «άλλον». Εμείς ποτέ και για τίποτα δεν φέρουμε ευθύνη. Εμείς είμαστε πάντοτε ευέλικτοι, οι «άλλοι» είναι αδιάλλακτοι. Στην περίπτωση του κυπριακού προβλήματος η Τουρκία είναι η σταθερά αδιάλλακτη, που οδηγεί σε αδιέξοδα. Και βεβαίως η Τουρκία έχει επιδείξει διαχρονικά (καταδικαστέα) αδιαλλαξία. Αλλά η ελληνική πλευρά ήταν πάντοτε διαλλακτική; Δεν διέπραξε λάθη, δεν έχασε ευκαιρίες;
Τέταρτον, η επιβεβλημένη πολιτική συναίνεση στα μείζονος σημασίας θέματα εξωτερικής πολιτικής, η «εθνική γραμμή» όπως ονομάζεται, συνιστά θετική εξέλιξη για το πολιτικό σύστημα. Το γεγονός ότι τα θέματα αυτά δεν αποτελούν πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης (όπως συνέβαινε στο παρελθόν) πιστοποιεί πολιτική ωριμότητα. Αλλά η οποιαδήποτε «εθνική γραμμή» δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι για τη συγκάλυψη της αλήθειας. «Το έθνος θα πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές» έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός. Είναι η συγκάλυψη της αλήθειας και η τυφλή, άκριτη αποδοχή ή στήριξη μιας οποιασδήποτε θέσης ή αφηγήματος, έστω και εμφανώς εσφαλμένων, εν ονόματι της «εθνικής γραμμής» που καλλιεργούν και συντηρούν «τη λογική του αδιεξόδου» και της ακινησίας.
Πέμπτον, μέσα στις τελευταίες δεκαετίες δεν καταφέραμε να λύσουμε ούτε ένα μείζονος σημασίας θέμα εξωτερικής πολιτικής. Η μοναδική επιτυχία υπήρξε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Μήπως θα πρέπει να προβληματιστούμε για όλα αυτά από το να ρίχνουμε συνεχώς το ανάθεμα στους άλλους;