Η επέτειος της Μεταπολίτευσης κάνει εντονότερη την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια υπονομεύονται τα καλά της, ενώ οι παθογένειές της όχι μόνο επιβιώνουν, αλλά μεγεθύνονται στο πολλαπλάσιο. Ενισχύεται αυτή η αίσθηση και από την άλλη «επέτειο»: του δημοψηφίσματος του 2015, του πιο κυνικού εμπαιγμού της λαϊκής ψήφου και των Οχι και των Ναι. Ενισχύεται επίσης και από τις αποκαλύψεις για το πραξικόπημα κατά του νομίσματος της χώρας και, κατά συνέπεια, της βίαιης εξόδου της Ελλάδας από το πλαίσιο της δημοκρατικής Ευρώπης προς άγνωστη κατεύθυνση. Ολα αυτά μας θυμίζουν ότι η Ιστορία γενικά –και η ελληνική ειδικά –εξελίσσεται μέσα από ασυνέχειες και μεταπτώσεις, συχνά καταστροφικές.
Η Ελλάδα τελικά δεν έπεσε στον γκρεμό και επιχειρεί μια αργή έξοδο από την ύφεση των δύο τελευταίων χρόνων όπου την έριξε ο τυχοδιωκτισμός του ΣΥΡΙΖΑ. Στα χέρια μιας αποφασισμένης και κατάλληλης κυβέρνησης η οικονομία θα μπορούσε ήδη να έχει αντιδράσει δυναμικότερα. Με την παρούσα, όμως, κυβέρνηση η ανάκαμψη ψαλιδίζεται, η Ελλάδα οπισθοδρομεί πολλαπλά και κινδυνεύει να παγιδευτεί για καιρό σε μια τελματώδη κατάσταση. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αποδεικνύονται κόμμα της παθητικής προσαρμογής της χώρας στα χαμηλά, εκφράζοντας μια κοινωνία που κινδυνεύει να βολευτεί στη στασιμότητα.
Αν όμως αυτή ήταν η μόνη πηγή ανησυχίας, τότε η επανεκκίνηση θα ήταν απλή υπόθεση κυβερνητικής αλλαγής. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν προκύψει δομικότερα κοινωνικά, θεσμικά και ιδεολογικά προβλήματα που απειλούν σαν νάρκες να πλήξουν τη μελλοντική πορεία της χώρας. Θα άρχιζα από αυτή την άστεγη κοινωνική βάση του λαϊκισμού που απογοητεύτηκε από τη μνημονιακή κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ και αποτραβήχτηκε ματαιωμένη στον εαυτό της. Το φαινόμενο είναι καινούργιο και πιο επικίνδυνο σε σχέση με την εμπειρία της μεταπολιτευτικής περιόδου. Τότε, τα μεγάλα κόμματα – παρατάξεις άσκησαν κατά κανόνα μια λειτουργία θετικής ενσωμάτωσης των λαϊκιστικών τμημάτων τής βάσης τους. Λίγες ήταν οι περιπτώσεις, όπως οι εξάρσεις του «αυριανισμού» στην Κεντροαριστερά και οι εθνικοθρησκευτικές κινητοποιήσεις στη Δεξιά, όπου το λαϊκιστικό στοιχείο των μεγάλων πολυσυλλεκτικών κομμάτων πήρε το πάνω χέρι. Αλλά και τότε υπήρχαν πολιτικές ηγεσίες που, όταν αισθάνθηκαν τον κίνδυνο, ήταν σε θέση να τιθασεύσουν τα πράγματα. Σήμερα, η λαϊκιστική βάση της αντιμνημονιακής αγανάκτησης περιφέρεται άστεγη και βουβή, καθώς ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την οργανωτική υπόσταση ούτε ο Τσίπρας το ηγετικό κύρος να την επανενσωματώσουν σε μια θετική κατεύθυνση.
Ηυποβάθμιση των μεσαίων και των μικροαστικών στρωμάτων είναι άλλη μια δομική μεταβολή που επήλθε με τη χρεοκοπία και θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες. Δεν πρόκειται μόνο για οικονομικοκοινωνική υποβάθμιση, αλλά για πραγματική κρίση ταυτότητας. Τα στρώματα αυτά, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος τους, ξεκίνησαν στη μεταπολεμική περίοδο από τις αγροτικές περιοχές και από την περιφέρεια των μεγάλων πόλεων. Κοινωνικοποιήθηκαν στον αστικό τρόπο ζωής κατά τη φάση της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης των δεκαετιών 1960-70. Μαζικοποιήθηκαν, ισχυροποιήθηκαν και πολιτικοποιήθηκαν έντονα στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο. Μετεξελίχθηκαν αργότερα, στην εποχή των παχιών αγελάδων, σε ένα ευρύ κοινωνικό αρχιπέλαγος που η ταυτότητά του καθοριζόταν πρωτίστως από την επιδεικτική συνήθως καταναλωτική συμπεριφορά. Η χρεοκοπία αντέστρεψε ολοσχερώς την εξηντάχρονη εμπειρία συνεχούς κοινωνικής ανόδου. Αποτέλεσμα: η συμβολή αυτών των στρωμάτων στην άνοδο του λαϊκισμού, του ανορθολογισμού και της συνωμοσιολογίας στάθηκε καθοριστική. Γιατί σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου δεν υπάρχουν ισχυρές ελίτ, ούτε συμπαγές «κατεστημένο», ο λαϊκισμός δεν τρέφεται από την «εξέγερση του λαού εναντίον των ελίτ», αλλά από την κρίση ταυτότητας των μικροαστικών στρωμάτων και το διαζύγιο που παίρνουν από τη δημοκρατική «πολιτική ορθότητα».
Στο εσωτερικό αυτών κυρίως των στρωμάτων επήλθε επιπλέον μια ριζικότερη και μακροχρόνια δομική μεταβολή. Υπονομεύτηκε η οικονομική λειτουργία της οικογένειας και διερράγη το διαγενεακό συμβόλαιο στο εσωτερικό της. Το πρόβλημα είχε φανεί πριν από την κρίση, καθώς είχε αποτυπωθεί στη σχιζοφρενική κοινωνική υπόσταση του νέου «χλιδάνεργου», όπως τότε είχε αποκληθεί. Οι «πλούσιοι» γονείς, με τους υψηλούς μισθούς και τις γενναιόδωρες συντάξεις, παρείχαν στα άεργα, άνεργα ή υποαπασχολούμενα παιδιά ένα βιοτικό επίπεδο απλησίαστο για τα εισοδήματα που τα ίδια κέρδιζαν. Στην πρώτη φάση της χρεοκοπίας, έγινε κοινός τόπος ότι η σύνταξη του παππού και της γιαγιάς συντηρεί τα παιδιά και τα εγγόνια. Τώρα, με τη δραματική μείωση των συντάξεων και το στράγγισμα των αποταμιεύσεων, ανατρέπεται ριζικά το παραμορφωτικό διαγενεακό συμβόλαιο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Το πότε η ανάπτυξη και η αύξηση της απασχόλησης όλων, και ιδίως των νέων, θα δημιουργήσουν μια νέα υγιέστερη διαγενεακή ισορροπία, είναι άγνωστο. Ώς τότε θα λειτουργούν οι αποσταθεροποιητικές κοινωνικές συνέπειες.
Πλήθος αναλύσεων εξηγούν ότι ορισμένα χαρακτηριστικά που έλαβε ο μεταπολιτευτικός τύπος ανάπτυξης συνέδραμαν στη χρεοκοπία: η μικρή διάσταση των επιχειρήσεων που ευνοούσε την παραοικονομία, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, η χαμηλή παραγωγικότητα, ο βαρύνων και εν πολλοίς αντιπαραγωγικός ρόλος του Δημοσίου. Υποτίθεται ότι η χρεοκοπία έχει κάνει την Ελλάδα φτηνότερη και εν δυνάμει ανταγωνιστικότερη. Ελπίζουμε επίσης ότι βρίσκονται σε εξέλιξη παραγωγικές αναδιαρθρώσεις του εθνικού και διεθνούς μεγάλου κεφαλαίου που θα αποδώσουν στο μέλλον καρπούς. Ώς τότε όμως αυτό που κυριαρχεί, πέρα από τη γενική απαξίωση του παραγωγικού δυναμικού, είναι η συνέχιση των πιο αρνητικών χαρακτηριστικών του προηγούμενου μοντέλου: η επιχειρηματικότητα των σουβλακερί και της καφετέριας. Από το ολότελα θα πει κανείς –σύμφωνοι, αλλά δεν το λες και προϋπόθεση δυναμικής ανασυγκρότησης. Η κρίση εξάλλου επιβεβαίωσε ότι η εργασία στο Δημόσιο παρέχει μεγαλύτερη εξασφάλιση έναντι του ιδιωτικού τομέα. Η παραδοσιακή ροπή στη δημοσιοϋπαλληλία βγαίνει ενισχυμένη καθώς η συλλογική μνήμη θα κρατήσει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχασαν πολλά, αλλά όχι όλα, σε αντίθεση με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα που συχνά έχασαν τα πάντα.
Η μεγαλύτερη όμως υποτροπή σημειώνεται στο ζήτημα του κράτους. Και πάλι η παθογένεια είναι παλαιά. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα εδραίωσε μια αντίληψη του κράτους – λάφυρου των νικητών. Η μεταπολιτευτική περίοδος σημαδεύτηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από την κομματική χρήση του κράτους που ήταν «ή δικό μας ή των αντιπάλων». Βαθμιαία όμως από τη δεκαετία του ’90, βοηθούσης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κέρδισε έδαφος μια πιο ώριμη θεσμική κουλτούρα και έγιναν βήματα προς ένα κράτος όλων των πολιτών. Η πρακτική των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνιστά εδώ μια καθαρή υποτροπή, που γίνεται όλο και πιο κυνική ενόψει της επερχόμενης εκλογικής ήττας. Οι επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης και η άνω ποταμών κολιγιά Τσίπρα – Θάνου μετέτρεψαν πλέον την οπισθοδρόμηση σε θεσμικό χουλιγκανισμό.
Μια χώρα, για να βγει στο φως ύστερα από χρεοκοπία τέτοιου βάθους και διάρκειας, χρειάζεται να τη συνεγείρει ένας συλλογικός παλμός ανασυγκρότησης. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν τον κύκλο τους. Εναπόκειται στις δυνάμεις της φιλευρωπαϊκής Ελλάδας να δείξουν τον δρόμο, η καθεμιά με την αυτονομία της, αλλά με κοινό προσανατολισμό να αλλάξουν την πολιτική ατζέντα για να στοχεύσουν στην καρδιά των νέων δομικών προβλημάτων που ναρκοθετούν το μέλλον αυτής της χώρας.