Από τον Σεπτέμβριο η χώρα εισέρχεται σε οιονεί προεκλογική περίοδο με δύο δεδομένα.
Πρώτον, την ανασύνταξη του χώρου της Κεντροδεξιάς.
Δεύτερον, την καθοδική πορεία της κυβερνητικής συμπαράταξης.
Σε αυτά δεν νομίζω να υπάρχει σοβαρός αντίλογος –ας τα θεωρήσουμε λοιπόν ισχυρές υποθέσεις εργασίας.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν λειτουργεί μόνο ως προάγγελος σταθεροποίησης της δημοκρατίας.
Ανοίγει εκ των πραγμάτων και μια συζήτηση για το σύνολο του πολιτικού συστήματος, το οποίο μετά το 2012 τελούσε υπό τη διαλυτική επικυριαρχία ενός δεξιού και αριστερού λαϊκισμού που σήμερα βρίσκεται σε αποδρομή.
Δεν είναι λίγοι λοιπόν όσοι προβληματίζονται για την επόμενη μέρα. Αλλοι καλοπροαίρετα, άλλοι όχι.
Στους πρώτους θα κατατάξω ασφαλώς τον Νίκο Μουζέλη, ακόμη κι αν κινείται σε αποκλίνουσα κατεύθυνση από τις κυρίαρχες αντιλήψεις του κεντροαριστερού χώρου όπου ανήκει («Ο δεκάλογος της σοσιαλδημοκρατίας», «ΤΑ NΕΑ Σαββατοκύριακο», 8-9/7/2017).
Ο Μουζέλης σημειώνει τα εξής.
Πρώτον, ότι «η επιστροφή στη σοσιαλδημοκρατία της χρυσής εποχής (…) όπου το κράτος ήλεγχε την αγορά δεν είναι πια δυνατή».
Δεύτερον, ότι «ο πρώτος σοσιαλδημοκρατικός στόχος πρέπει να είναι ο πολιτικός έλεγχος των αγορών» –παρόλο που (κατά τον ίδιο) κάτι τέτοιο είναι αδύνατο.
Τρίτον, ότι «ο μόνος τρόπος επιστροφής του πολιτικού ελέγχου στις αγορές είναι σε μεταεθνικό επίπεδο». Δηλαδή σε «μεταεθνικό επίπεδο» γίνονται «όλα δυνατά τα αδύνατα».
Καταλήγει ο Μουζέλης πως «μόνο η συνεργασία με φιλευρωπαϊκά ριζοσπαστικά κινήματα (…) μπορεί να οδηγήσει σε μια ανοδική προοδευτική πορεία».
Με άλλα λόγια, ότι η σοσιαλδημοκρατία (Ποια άραγε; Του Κόρμπιν, του Σουλτς, του Αμόν, του Κόστα;) θα οργανώσει τον ανέφικτο (κατά τον Μουζέλη) πολιτικό έλεγχο των αγορών, αλλά σε κάποιο «μεταεθνικό επίπεδο» όπου η συνδρομή του ΣΥΡΙΖΑ, του Μελανσόν, άντε και του Podemos, θα καταστήσει εφικτό το ανέφικτο –μεταξύ μας, εγώ προτιμούσα το άλλο με τις αγορές και τα νταούλια!
Ο συλλογισμός είναι προβληματικός. Για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή ανακαλύπτει ξανά το παρελθόν. Τη στιγμή που το ζητούμενο για τη σοσιαλδημοκρατία είναι πώς θα ενταχθεί σε έναν σύγχρονο κόσμο όπου κανείς δεν μπορεί αλλά ούτε και ξέρει να ελέγξει τις αγορές.
Δεύτερον, επειδή αποφεύγει μια σαφή απάντηση σε ένα απλό αλλά θεμελιώδες ερώτημα: Τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Τι είναι επιτέλους αυτά τα «φιλευρωπαϊκά ριζοσπαστικά κινήματα» που δεν είχαμε ξανακούσει αλλά πρέπει να αγαπήσουμε;
Προσοχή. Οχι τι θα θέλαμε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τι νομίζουμε πως θα έπρεπε να είναι, ούτε τι μαντεύουμε ότι θα γίνει κάποτε, αλλά τι ακριβώς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και τώρα.
Απάντηση; Μηδέν. Κι αυτή ακριβώς η παράλειψη καθιστά την άποψη του Μουζέλη αποκλίνουσα στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Ακόμη χειρότερα. Επινοεί μια ψευδαίσθηση για τον ΣΥΡΙΖΑ, έναν ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ΣΥΡΙΖΑ, την οποία ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται να υπηρετήσει.
Πολύ φοβούμαι δηλαδή ότι το ερώτημα «Τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ;» δεν θέτει ούτε εκείνος που χρειάζεται περισσότερο την απάντηση, δηλαδή ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πάμε λοιπόν την ιστορία από την αρχή.
Η ανομολόγητη παραδοχή του συλλογισμού (το «σιωπηλό μοντέλο» κατά τον Φριντλέντερ…) υπαινίσσεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι που ευτυχώς δεν μας έβγαλε από το ευρώ, έκανε μια άγαρμπη κωλοτούμπα αλλά στη «σωστή κατεύθυνση» κι έκτοτε μαθητεύει επιτυχώς στην κυβερνητική διαχείριση υπό την εποπτεία της τρόικας.
Οτι δηλαδή έκανε κάποια χάρη στη χώρα κι εξ αυτού του λόγου δικαιούται έξτρα μπόνους πολιτικής κατανόησης. Είναι η θεωρία του τυχοδιωκτισμού με ανθρώπινο πρόσωπο και (περίπου) happy end.
Σημειωτέον ότι κάτι τέτοιο φαίνεται να πιστεύει κι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον η ηγετική του ομάδα. Καθώς και κάποιοι αφελείς σοσιαλιστές στην Ευρώπη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Μοσκοβισί.
Είναι όμως αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ;
Δεν είναι άραγε ο ίδιος ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρεί εμμονικά να υποτάξει τη Δικαιοσύνη, να ελέγξει την ενημέρωση, να φρονηματίσει την αντιπολίτευση; Να διχάσει και να σπιλώσει; Να φορολογήσει και να κυνηγήσει;
Δεν είναι ο ίδιος που οργανώνει σκευωρίες, που καλύπτει τον Καμμένο, που βρίζει με τον Πολάκη, που παίζει βρώμικα παιχνίδια εξουσίας, που πασχίζει να κλείσει ακόμη και την εφημερίδα στην οποία ο Μουζέλης διατυπώνει τις απόψεις του;
Λυπάμαι, αλλά τίποτα, ούτε το παραμικρό, δεν αφήνει να υποπτευθούμε ότι πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ κατέστη αιφνιδίως ο ευρωπαϊκός δημοκρατικός σοσιαλισμός. Κι ότι δεν τον προσδιορίζει το DNA ενός λαϊκιστικού ακτιβισμού που ρέπει στον αυταρχισμό, τον έλεγχο, τον φανατισμό, τη δυσανεξία και την εχθροπάθεια.
Μπορεί να αλλάξει; Να το δούμε. Αλλά δεν έχει αλλάξει. Κι ούτε βλέπω γιατί είναι δουλειά των άλλων να βοηθήσουν να αλλάξει. Δεν του χρωστάει κανείς.
Αντιθέτως, η ωμή αλήθεια είναι ότι ποτέ άλλοτε μετά το 1974 δεν έχουν αμφισβητηθεί τόσο βάναυσα οι βασικές συντεταγμένες του πολιτικού πολιτισμού μας.
Είναι αυτό άραγε δευτερεύον ζήτημα στη συζήτηση; Δεν ενδιαφέρει τον Μουζέλη;
Διότι το πρόβλημα δυστυχώς του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πολιτικό, ούτε ιδεολογικό, ούτε αν αγαπάει την Ευρώπη. Είναι βαθιά νοοτροπιακό και καθαρά πολιτισμικό.
Στέκεται στην άλλη όχθη του ρήγματος που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Είναι ένας άλλος κόσμος με άλλα ήθη, άλλες αναφορές κι άλλους κανόνες –με γεια του, με χαρά του.
Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το «τείχος» μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης (το οποίο ο ίδιος ο Μουζέλης έχει διαπιστώσει) άντεξε και διαρκεί. Επειδή στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα –δεν είναι τέχνασμα ούτε εφεύρημα ώστε να καταπέσει.
Αυτό το κορυφαίο (κατά τη γνώμη μου) ζήτημα της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ, συνεπώς και των δυνάμεων που βρίσκονται απέναντί του, ο Μουζέλης κι όσοι συμμερίζονται τις απόψεις του προσπερνούν αβασάνιστα.
Κι επειδή αντιλαμβάνομαι τη θεμιτή έγνοια, ίσως και την ανησυχία τους για την επόμενη μέρα, ένα πράγμα είναι προφανές: δεν θα ξεπεραστεί ο διχασμός που βιώνει η χώρα, αν δεν ηττηθούν οι αυτουργοί του.
Τόσο απλό. Και τόσο καθαρό.