Η αναζήτηση νέου αφηγήματος από την κυβέρνηση, μετά την αυταπάτη της διευθέτησης του χρέους, κατέληξε στο σχέδιο: Εξοδος στις αγορές. Το ερώτημα είναι: Μπορεί αυτό να αλλάξει την τύχη της ελληνικής οικονομίας ή θα αποδειχθεί ακόμη ένας επιζήμιος πειραματισμός;
Η αλήθεια είναι ότι έπειτα από 8 χρόνια Μνημόνια, το κύριο ζητούμενο της οικονομικής πολιτικής, οποιασδήποτε κυβέρνησης, θα έπρεπε να ήταν η αποκατάσταση μιας σταθερής και βιώσιμης σχέσης της χώρας με τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων από τις οποίες, σήμερα, είναι αποκλεισμένη. Και είναι αποκλεισμένη όχι γιατί οι παγκόσμιες αγορές δεν δανείζουν την Ελλάδα, αλλά γιατί ακριβώς τη δανείζουν, αλλά με απαγορευτικά επιτόκια.
Οι διεθνείς επενδυτές δανείζουν μία οικονομία με χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση, όπως είναι η ελληνική, αλλά με επιτόκιο αυξημένο ως κάλυψη για το ρίσκο που αναλαμβάνουν. Για αυτό και στην προκειμένη περίπτωση είναι πρόθυμες να δανείσουν με επιτόκιο άνω του 4%, το οποίο ωστόσο σε σταθερή βάση είναι μη βιώσιμο για οποιαδήποτε οικονομία. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα εξασφαλίζει δάνεια από τους επίσημους ευρωπαίους δανειστές της με επιτόκια που απολαμβάνουν ισχυρές ανεπτυγμένες οικονομίες τα οποία δεν υπερβαίνουν το 1,5% με αντίτιμο βέβαια τις δεσμεύσεις του Μνημονίου. Η διαφορά αυτή ανάμεσα στα δύο επιτόκια δεν πρόκειται να μειωθεί, όσες φορές και αν η Ελλάδα προσφύγει για δανεισμό αν δεν αλλάξει η ίδια η εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Αν δεν στείλει, δηλαδή, τα σωστά μηνύματα στους σωστούς αποδέκτες τα οποία στην προκειμένη περίπτωση σχετίζονται άμεσα με την υλοποίηση των δεσμεύσεων του Μνημονίου. Αρα δεν είναι ότι η έξοδος στις αγορές θα μας βγάλει από τα Μνημόνια, γραμμή στην οποία κινείται η κυβερνητική ρητορική. Το αντίστροφο συμβαίνει. Την εφαρμογή πολιτικών του Μνημονίου περιμένουν οι αγορές για να ρίξουν τα επιτόκια σε επίπεδα βιώσιμα για τη χώρα μας.
Ακόµη και αν εκτιµήσει κανείς αναλύσεις που αποδίδουν τους λόγους της προσφυγής στον δανεισµό σε µια προσπάθεια να βελτιωθεί η περίφηµη καµπύλη των αποπληρωµών του χρέους τα επόµενα χρόνια –και το γεγονός ότι η σχεδιαζόµενη έκδοση δεν αλλάζει τις υφιστάµενες παραδοχές βιωσιµότητάς του –δεν µπορεί να παραγνωρίσει τις ενστάσεις που διατυπώνονται από κορυφαίους παράγοντες της οικονοµίας και οικονοµικούς αναλυτές παγκόσµιου κύρους. Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είπε ότι είναι νωρίς για να βγούµε στις αγορές και πρότεινε ότι το καλύτερο θα ήταν πρώτα να ολοκληρωθούν δύο-τρεις εµβληµατικές ιδιωτικοποιήσεις και µετά να αναληφθεί ένα τέτοιο εγχείρηµα ώστε να υπάρξει θετικότερο αποτέλεσµα. Ο επικεφαλής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ντάνιελ Γκρος χαρακτήρισε λάθος µια βιαστική έξοδο στις αγορές, γιατί όπως είπε θα κοστίσει ακριβά για την Ελλάδα χωρίς να εξασφαλίζει ότι δεν θα µπει σε νέο Μνηµόνιο. Το ανησυχητικότερο όλων είναι το κλίμα ευφορίας που φαίνεται να επικρατεί στα γραφεία των ξένων μεγάλων τραπεζών στην προοπτική της ελληνικής εξόδου στις αγορές και το οποίο αποτυπωνόταν σε ρεπορτάζ του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CNBC. Ποιος θα αντισταθεί σε ένα επιτόκιο πάνω από 4% έλεγαν μεταξύ τους οι ξένοι μεσάζοντες και μεγαλοεπενδυτές και έτριβαν τα χέρια τους.