Στην κυβέρνηση φοβούνται ότι το ΔΝΤ θα κατέβει στην αξιολόγηση με νέα σκληρή γραμμή για τα εργασιακά και τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και για το καυτό θέμα της αξιολόγησης στο Δημόσιο, ζητήματα που μπορεί να τραβήξουν τη διαπραγμάτευση σε μάκρος. Για αυτό και επισπεύδεται η έξοδος της χώρας στις αγορές ακόμη και με τσουχτερό επιτόκιο, προτού νέες απρόβλεπτες εξελίξεις καθυστερήσουν σημαντικά το εγχείρημα αυτό –το μόνο στο οποίο επενδύει πλέον πολιτικά η κυβέρνηση το διάστημα που απομένει μέχρι και τις επόμενες βουλευτές εκλογές.
Αυτή η κίνηση αποσκοπεί στο να προλάβει την αρνητική έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από το ΔΝΤ, η οποία αναμένεται να συζητηθεί στην προγραμματισμένη συνεδρίαση του Ταμείου την ερχόμενη Πέμπτη. Και μόνο η δημοσιοποίηση των συμπερασμάτων της θα σηματοδοτούσε επιπλέον ρίσκο για το κυβερνητικό εγχείρημα, το οποίο εκτιμάται πάντως ότι δεν αλλάζει τα δεδομένα της βιωσιμότητας του χρέους. Το ρίσκο αυτό όμως θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο κατά το επόμενο δίμηνο.
Πρόκειται για δύο μέτωπα που ακουμπούν στον πυρήνα της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ, ικανά να ρίξουν έξω κάθε χρονοδιάγραμμα στη διαπραγμάτευση. Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα αγκάθια της τρίτης αξιολόγησης. Το διάστημα αυτό θα πρέπει να εφαρμοστούν οι αποφάσεις για τις περικοπές των κοινωνικών επιδομάτων και να ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός όλων των συντάξεων, από τον οποίο θα προκύψει η λεγόμενη προσωπική διαφορά για κάθε συνταξιούχο που θα περικοπεί το 2019. Τα εργασιακά θα επανέλθουν, εξάλλου, στο τραπέζι και όλα προμηνύουν ότι το ΔΝΤ θα ζητήσει συνέχιση του σημερινού καθεστώτος αναστολής των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τα επόμενα χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος.
Η αλήθεια είναι ότι με τη δημοσιοποίηση της έκθεσής του με την οποία θα χαρακτηρίζεται εξαιρετικά μη βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος, το ΔΝΤ θα έχει θέσει τις συντεταγμένες στις οποίες θα κινηθεί στις επερχόμενες νέες διαπραγματεύσεις για την τρίτη αξιολόγηση. Αρμόδιοι παράγοντες που έχουν λάβει γνώση των προθέσεων του Ταμείου, εκτιμούν ότι οι απεσταλμένοι του με όπλο τη μη βιωσιμότητα θα εξακολουθήσουν να πιέζουν τους Ευρωπαίους για την οριστικοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Οι τελευταίοι θα συνεχίσουν να αρνούνται την προοπτική αυτή, πολύ περισσότερο αν το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών βγάλει κεντροδεξιά κυβέρνηση, του CDU της Μέρκελ και του FDP των Φιλελευθέρων, που κάθε άλλο παρά ευνοϊκή θα είναι για το ελληνικό ζήτημα. Και έτσι η μπάλα θα επιστρέψει στο τέρμα της Ελλάδας με τη μορφή πιέσεων από το ΔΝΤ για την εφαρμογή μέτρων και μεταρρυθμίσεων, που στο πέρασμά τους θα μπορούν να σαρώσουν τους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς μιας τωρινής εξόδου στις αγορές με αλμυρό μάλιστα επιτόκιο και να καλλιεργήσουν το έδαφος για νέο Μνημόνιο.