Σαν το ηφαίστειο που αρχίζει να ενεργοποιείται, η τρίτη αξιολόγηση του φθινοπώρου προκαλεί ήδη απότομες μετατοπίσεις στο ασταθές πεδίο της κυβερνητικής πολιτικής.
Στην κυβέρνηση φοβούνται ότι το ΔΝΤ θα κατέβει στην αξιολόγηση με νέα σκληρή γραμμή για τα εργασιακά και τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και για το καυτό θέμα της αξιολόγησης στο Δημόσιο, ζητήματα που μπορεί να τραβήξουν τη διαπραγμάτευση σε μάκρος. Για αυτό και επισπεύδεται η έξοδος της χώρας στις αγορές ακόμη και με τσουχτερό επιτόκιο, προτού νέες απρόβλεπτες εξελίξεις καθυστερήσουν σημαντικά το εγχείρημα αυτό –το μόνο στο οποίο επενδύει πλέον πολιτικά η κυβέρνηση το διάστημα που απομένει μέχρι και τις επόμενες βουλευτές εκλογές.
Αν κάτι απρόβλεπτο δεν ανατρέψει τους έως τώρα κυβερνητικούς σχεδιασμούς, όλα δείχνουν ότι την ερχόμενη εβδομάδα –πιθανόν την Δευτέρα –θα επιχειρηθεί η προσφυγή στις αγορές με έκδοση 5ετούς ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου.
Αυτή η κίνηση αποσκοπεί στο να προλάβει την αρνητική έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από το ΔΝΤ, η οποία αναμένεται να συζητηθεί στην προγραμματισμένη συνεδρίαση του Ταμείου την ερχόμενη Πέμπτη. Και μόνο η δημοσιοποίηση των συμπερασμάτων της θα σηματοδοτούσε επιπλέον ρίσκο για το κυβερνητικό εγχείρημα, το οποίο εκτιμάται πάντως ότι δεν αλλάζει τα δεδομένα της βιωσιμότητας του χρέους. Το ρίσκο αυτό όμως θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο κατά το επόμενο δίμηνο.
ΣΕ ΑΝΑΜΜΕΝΑ ΚΑΡΒΟΥΝΑ. Οι αγορές ήδη κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα προεξοφλώντας το σταδιακό κλείσιμο της στρόφιγγας της ποσοτικής χαλάρωσης από τον Ντράγκι στις αρχές Σεπτεμβρίου, το οποίο θα κάνει το χρήμα ακριβότερο και θα αναπροσαρμόσει τις τοποθετήσεις τους προς την κατεύθυνση ασφαλέστερων λιμένων. Σε κάθε περίπτωση, και οι γερμανικές εκλογές στις 24 Σεπτεμβρίου θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για οποιοδήποτε ελληνικό εγχείρημα να δοκιμαστούν οι διαθέσεις των ξένων επενδυτών.
Παράλληλα και η έναρξη, στη συνέχεια, της τρίτης αξιολόγησης κάθε άλλο παρά θα συνέβαλλε στη δημιουργία ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος για την Ελλάδα. Αξιόπιστες πληροφορίες μιλούν για νέα καυτή ατζέντα με την οποία θα κατέβει το ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση. Σύμφωνα με αυτές, το ΔΝΤ αναμένεται ότι θα είναι ιδιαίτερα απαιτητικό στην εφαρμογή των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης. Μεταξύ αυτών, είναι το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων και η αναδιοργάνωση πολλών από αυτές, ενώ εκτιμάται ότι το Ταμείο θα εστιάσει με ιδιαίτερη επιμονή στο θέμα της αξιολόγησης στο Δημόσιο.
Πρόκειται για δύο μέτωπα που ακουμπούν στον πυρήνα της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ, ικανά να ρίξουν έξω κάθε χρονοδιάγραμμα στη διαπραγμάτευση. Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα αγκάθια της τρίτης αξιολόγησης. Το διάστημα αυτό θα πρέπει να εφαρμοστούν οι αποφάσεις για τις περικοπές των κοινωνικών επιδομάτων και να ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός όλων των συντάξεων, από τον οποίο θα προκύψει η λεγόμενη προσωπική διαφορά για κάθε συνταξιούχο που θα περικοπεί το 2019. Τα εργασιακά θα επανέλθουν, εξάλλου, στο τραπέζι και όλα προμηνύουν ότι το ΔΝΤ θα ζητήσει συνέχιση του σημερινού καθεστώτος αναστολής των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τα επόμενα χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος.
ΦΟΒΟΥ ΤΟΝ ΤΟΜΣΕΝ. Ανατριχίλα προκαλεί ήδη στους κόλπους της κυβέρνησης και το ενδεχόμενο ο σκληρός κύριος Τόμσεν να απαιτήσει τη λήψη επιπλέον μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας. Στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο αυτό, δηλώνοντας πρόσφατα ότι υπάρχουν πολύ λίγα μέτρα που πρέπει ακόμη να ληφθούν στο δημοσιονομικό μέτωπο. Αλλωστε στην επιστολή προθέσεων που απεστάλη αυτή την εβδομάδα στην επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ με την οποία ζητείται η συμμετοχή του Ταμείου στο τρίτο Μνημόνιο, η κυβέρνηση αναλαμβάνει τη δέσμευση να εφαρμόσει και νέα δημοσιονομικά μέτρα αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι.
Η αλήθεια είναι ότι με τη δημοσιοποίηση της έκθεσής του με την οποία θα χαρακτηρίζεται εξαιρετικά μη βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος, το ΔΝΤ θα έχει θέσει τις συντεταγμένες στις οποίες θα κινηθεί στις επερχόμενες νέες διαπραγματεύσεις για την τρίτη αξιολόγηση. Αρμόδιοι παράγοντες που έχουν λάβει γνώση των προθέσεων του Ταμείου, εκτιμούν ότι οι απεσταλμένοι του με όπλο τη μη βιωσιμότητα θα εξακολουθήσουν να πιέζουν τους Ευρωπαίους για την οριστικοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Οι τελευταίοι θα συνεχίσουν να αρνούνται την προοπτική αυτή, πολύ περισσότερο αν το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών βγάλει κεντροδεξιά κυβέρνηση, του CDU της Μέρκελ και του FDP των Φιλελευθέρων, που κάθε άλλο παρά ευνοϊκή θα είναι για το ελληνικό ζήτημα. Και έτσι η μπάλα θα επιστρέψει στο τέρμα της Ελλάδας με τη μορφή πιέσεων από το ΔΝΤ για την εφαρμογή μέτρων και μεταρρυθμίσεων, που στο πέρασμά τους θα μπορούν να σαρώσουν τους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς μιας τωρινής εξόδου στις αγορές με αλμυρό μάλιστα επιτόκιο και να καλλιεργήσουν το έδαφος για νέο Μνημόνιο.