Με ευθείες βολές κατά της ΝΔ υπερασπίζεται η Βασιλική Θάνου την απόφασή της να αναλάβει καθήκοντα προϊσταμένης στη νομική υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας του Πρωθυπουργού. Σε συνέντευξή της ραδιοφωνικό σταθμό Alpha 989, η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου τόνισε ότι θα παρέχει τις υπηρεσίες της αμισθί και επομένως κανείς δεν δικαιούται να της καταλογίζει πελατειακή σχέση με την κυβέρνηση.
«Αποδέχτηκα τον πρόταση του Πρωθυπουργού για να αναλάβω τη διεύθυνση της νομικής υπηρεσίας του πρωθυπουργικού γραφείου, διότι θέλω να εξακολουθήσω να υπηρετώ από μια κρατική, θεσμική θέση, προσφέροντας την εμπειρία και τις επιστημονικές γνώσεις που απέκτησα στα 42 χρόνια της δικαστικής μου σταδιοδρομίας», είπε η κ. Θάνου.
«Οι μόνες αποδοχές που θα έχω είναι η σύνταξή μου από το δικαστικό σώμα, οι οποίες είναι λίγο πάνω από τις 2.000 ευρώ μηνιαίως», πρόσθεσε.
«Τους φοβίζει η συνεργασία, γιατί απέδειξα και από την προηγούμενη θητεία μου ότι έδωσα μάχη κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς», σχολίασε όσον αφορά τις επικρίσεις που δέχτηκε.
Η κ. Θάνου στράφηκε ευθέως κατά της ΝΔ. «Το κόμμα της ΝΔ δεν μπορεί τώρα αιφνιδίως να βγαίνει και να λέει ότι δήθεν αγωνιά γιατί κινδυνεύει η Δημοκρατία από το ότι η Θάνου διορίστηκε στο νομικό γραφείο του Πρωθυπουργού, όταν όλος ο νομικός κόσμος γνωρίζει ότι ο νομικός σύμβουλος του κ Μητσοτάκη είναι ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας και πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός», σημείωσε.
«Ή ο τότε εν ενεργεία αρεοπαγίτης και εν ενεργεία πρόεδρος των δικαστών παραιτήθηκε και την επομένη μέρα κατέβηκε υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ στις εκλογές του 2012 και μάλιστα τότε έκανε και δηλώσεις η ΝΔ ότι με τον τρόπο αυτό αποδεικνύει το ενδιαφέρον της για τη Δικαιοσύνη. Τώρα το τότε “ενδιαφέρον” μετατρέπεται σε “αγωνία” δήθεν για το ότι κινδυνεύει η Δημοκρατία», συνέχισε.
Αναφορικά με την κόντρα της Δικαιοσύνης με κυβερνητικά στελέχη η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου παρατήρησε ότι κριτική είναι επιτρεπτό να γίνεται στις δικαστικές αποφάσεις, ωστόσο πρόσθεσε ότι «όταν κανείς υπερβαίνει τα όρια και η κριτική αυτή δεν είναι επιστημονική κριτική ή ηθικού μέρους κριτική ή είναι κριτική κατά τρόπο απρεπή, τότε θα έπρεπε να αποφεύγεται».
«Η κριτική αυτή από πλευράς πολιτικών είναι ότι δεν μπορούν να μπουν και στη θέση δικαστών. Πολλές φορές ο δικαστής κρίνει μόνο με το γράμμα του νόμου και δεν προχωρεί περισσότερο να δει τις πολιτικές, κοινωνικές και λοιπές προεκτάσεις. Κατά την άποψη μου, ναι (θα έπρεπε να το κάνει)», κατέληξε.