Και ο πόλεμος καλά κρατεί. Εκατέρωθεν βολές, πότε ευθείες και πότε καλυμμένες, φραστικές υπερβολές και η αίσθηση ότι λείπουν πια τόσο η ψυχραιμία όσο και το (αναγκαίο) μέτρο –είναι το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί, δυστυχώς εδώ και πολύ καιρό, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και τη Δικαιοσύνη ως θεσμό.
Ο θόρυβος που έχει σηκωθεί από μαντινάδες και άλλα τέτοια φαιδρά είναι τόσο εκκωφαντικός, που στερεί από πολλούς την ψυχραιμία και την ήρεμη εκτίμηση των πραγμάτων που τόσο ανάγκη έχουν οι τραυματισμένοι από την κρίση θεσμοί μας. Τελικά τι συμβαίνει; Είναι όντως τόσο εχθρική η συγκεκριμένη κυβέρνηση απέναντι στους δικαστές ή μήπως οι δικαστές επιδιώκουν να μην υπόκεινται σε κριτική; Ο ψύχραιμος παρατηρητής θα αποφαινόταν μάλλον αρνητικά και στα δύο.
Ας ξεκινήσουμε κατ’ αρχήν από την αποτίμηση της όλης κυβερνητικής στάσης απέναντι στη Δικαιοσύνη. Πέρα από τη στάση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, που δυστυχώς για όλους έχει μονοπωλήσει τα φώτα της δημοσιότητας, οι δικαστές στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις εξαίρουν τη στάση του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, το οποίο έχει επιδείξει (απολύτως αθόρυβα) έναν χωρίς προηγούμενο σεβασμό στον συνταγματικό ρόλο της Δικαιοσύνης, εφαρμόζοντας με πρωτοφανή ταχύτητα τις δικαστικές αποφάσεις που επιδικάζουν απαιτήσεις των δικαστών οι οποίες απορρέουν από τη συνταγματικότητα του μισθολογίου τους και ικανοποιώντας αιτήματα ετών, όπως η εξίσωση της φορολογικής αντιμετώπισης με τους βουλευτές, έστω και αν ήταν βραχύβια η εφαρμογή της λόγω κατάργησης του μέτρου.
Η στάση αυτή του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης συχνά αντιπαραβάλλεται, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, με τη συμπεριφορά των αντίστοιχων υπουργών άλλων κυβερνήσεων που αρνούνταν επίμονα την εφαρμογή τέτοιων αποφάσεων ή μιλούσαν για το φαινόμενο «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει».
Ταυτόχρονα, το αρμόδιο υπουργείο Δικαιοσύνης, αφού σεβάστηκε και συνέχισε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που είχαν ξεκινήσει από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αφήνοντας αναλλοίωτες τις συνθέσεις νομοπαρασκευαστικών επιτροπών (πρακτική όχι δεδομένη έως τώρα) για την αναμόρφωση βασικών κωδίκων, έθεσε τη βάση για τη δημιουργία νέων θεσμών, όπως της πολύπαθης Δικαστικής Αστυνομίας (για την οποία όλοι ελπίζουν αυτή τη φορά να πραγματωθεί), ενώ καταρτίζονται ήδη και νέοι κώδικες για τους δικαστικούς υπαλλήλους, τον Οργανισμό Δικαστηρίων και εισάγονται νέοι θεσμοί που μάλλον θετική αποδοχή έχουν από όλη την κοινωνία (επέκταση συμφώνου συμβίωσης σε ομόφυλα ζευγάρια κ.λπ.).
Οπότε γιατί αντιδρούν οι δικαστές; Είναι όντως συντεχνιακά δρώντες όσοι διαμαρτύρονται; Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι. Συγκεκριμένες επιλογές και συμπεριφορές προσώπων κομβικών για τη σχέση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας επισκίασαν κάθε άλλη πτυχή της (πολύπαθης) αυτής σχέσης και βάρυναν το θεσμικό περιβάλλον της Δικαιοσύνης.
ΠΑΡΑΤΡΑΓΟΥΔΑ. Οι «βουτιές» στην επετηρίδα και οι επιλογές στελέχωσης καίριων θέσεων, που δεν ήταν πάντα οι βέλτιστες (για να το πούμε όσο πιο κομψά γίνεται), η (δικαιοπολιτικά και νομικά αμφισβητήσιμη) απονομή πειθαρχικών αρμοδιοτήτων στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, η κατάχρηση άσκησης πειθαρχικού ελέγχου εις βάρος δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών με αιτιολογίες που δεν έβρισκαν νομιμοποιητική βάση στη συνείδηση του Σώματος, η συνταγματικά καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια επιμήκυνσης των ορίων συνταξιοδότησης (την οποία ακόμη και ο αρμόδιος υπουργός Σταύρος Κοντονής αποδοκίμασε ανοικτά), η δημόσια διαπόμπευση επιφανών δικαστών με σκοπό τον εκφοβισμό και τη χειραγώγηση και η χωρίς μέτρο και θεσμική νομιμοποίηση –και δυστυχώς πολλές φορές λαϊκίστικη –κριτική βάρυναν τελικά περισσότερο στη συνείδηση του μέσου έλληνα δικαστή από τα όσα θετικά έχει να επιδείξει η κυβερνητική πολιτική στα λεγόμενα και συντεχνιακά τους.
Και βέβαια φαινόμενα μεταπήδησης από τη δικαστική στην εκτελεστική εξουσία είχαν προηγηθεί και σε άλλες περιόδους. Πλην όμως ουδέποτε αυτή η μετακίνηση δεν κοινολογούνταν στους διαδρόμους των δικαστικών μεγάρων από μήνες και ουδέποτε πρόσωπο τόσο υψηλά ιστάμενο στη Δικαιοσύνη δεν είχε ενεργήσει με τόσο «θορυβώδη» τρόπο, είτε μηνύοντας πρόσωπα για την άσκηση κριτικής είτε στηρίζοντας την ίδρυση συνδικαλιστικής ένωσης είτε με την επιδίωξη για επιμήκυνση της θητείας του με την παράταση του ορίου ηλικίας. Η αίσθηση ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να «εργαλειοποιήσει» τη Δικαιοσύνη στο πλαίσιο του γενικότερου πολιτικού της σχεδίου είναι πια γενικευμένη στο δικαστικό σώμα αλλά και στον νομικό κόσμο γενικότερα.
Υπάρχει διέξοδος;
Η διαπίστωση ότι διανύουμε περίοδο (σχεδόν) θεσμικής κρίσης είναι το πρώτο βήμα για να αναζητήσουμε τη λύση. Μιλάμε για «σχεδόν» κρίση γιατί, παρά τις λεκτικές αψιμαχίες και κάποιες (διαφαινόμενες) συνταγματικές «παραφωνίες» από μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, οι δύο θεσμοί, κυβέρνηση και Δικαιοσύνη, συνεχίζουν να λειτουργούν στο συνταγματικό τους πλαίσιο και να επιτελούν η καθεμία το έργο της. Επιβάλλεται η όποια δυσαρμονία επιτέλους να φτάσει στο τέλος της.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ. Η αποφυγή της αμετροέπειας και της υπερβολής από (όλους) τους θεσμικούς παράγοντες είναι ένα πρώτο αναγκαίο μέτρο το οποίο όλοι όσοι νοιάζονται για τη χώρα και το θεσμικό της οπλοστάσιο θα πρέπει να υιοθετήσουν. Ωστόσο, το ουσιαστικό βήμα μπορεί και πρέπει να το κάνει η κυβέρνηση. Αυτό επιβάλλουν και το Σύνταγμα και η ιδιοσυγκρασία των δύο θεσμών. Η πιο άμεση και έμπρακτη εκδήλωση σεβασμού της κυβέρνησης στον ισότιμο συνταγματικό πυλώνα της Δικαιοσύνης θα ήταν η αλλαγή στάσης στην επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, όπου επιβάλλεται τα κομματικά – πολιτικά κριτήρια να τεθούν εκποδών και διαπαντός και να επιλεγούν οι άριστοι, όσοι έχουν την αναγνώριση του δικαστικού σώματος και του νομικού κόσμου. Αναμφισβήτητα αυτό θα είναι ένα πρώτο μέτρο για την αποκατάσταση της ηρεμίας, που τόσο ανάγκη έχουν η Δικαιοσύνη και η χώρα.