Οι πρόσφατες επιθέσεις κυβερνητικών στελεχών κατά της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Αντιθέτως, φαίνεται ότι περιλαμβάνονται σε ένα γενικότερο πλάνο της κυβέρνησης να επηρεάσει τους θεσμούς, με αποτέλεσμα να εκδηλώνει… αλλεργία απέναντί τους.
Είτε πρόκειται για τη δικαστική εξουσία είτε για την Τοπική Αυτοδιοίκηση είτε για τα μέσα ενημέρωσης είτε για άλλους φορείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής είτε για επαγγελματικές ομάδες όπως οι δικηγόροι, οι μηχανικοί και οι γιατροί με το Ασφαλιστικό και το Φορολογικό, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Και την ίδια αλλεργία προκαλούν ασφαλώς στην κυβέρνηση οι Θεσμοί –με το «θ» κεφαλαίο. Αλλά αυτοί είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, το οποίο προς ώρας έχει μείνει πίσω, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.
Ο διορισμός της απερχόμενης προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου στο πρωθυπουργικό γραφείο προκάλεσε έκπληξη και ερωτηματικά για το πώς ακριβώς επηρεάζει τους λογαριασμούς που έχουν ανοίξει υπουργοί με τη Δικαιοσύνη. Κυρίως επανέφερε στο προσκήνιο τη γνωστή συζήτηση για το «νόμιμο και ηθικό» του διορισμού της, δεδομένου ότι θεωρητικά μπορεί να λειτουργήσει ως Μεγάλος Αδελφός» του Μαξίμου στο Δικαστικό Σώμα –με ό,τι ενδέχεται να συνεπάγεται αυτό για τις κρίσεις των δικαστών σε μείζονος σημασίας υποθέσεις.
Η κυβέρνηση άλλωστε κατηγορήθηκε πως επανειλημμένως επιχείρησε μέσω της επίτιμης προέδρου του Αρείου Πάγου να αποκτήσει προσβάσεις στα ανώτατα κλιμάκια της Δικαιοσύνης, ενώ ιδιαίτερα είχε σχολιαστεί η διόλου εθιμοτυπική επίσκεψη των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων στο Μαξίμου. Η κυρία Θάνου, εξάλλου, είχε επιδιώξει –με την ανοχή της κυβέρνησης –την παράκαμψη της συνταγματικής διάταξης για το όριο ηλικίας των δικαστών, προκειμένου να παραμείνει στην ηγεσία του Ανώτατου Αναιρετικού. Ωστόσο, το σχέδιο δεν προχώρησε, κυρίως λόγω των αντιδράσεων των συναδέλφων της.
Το τηλε-φιάσκο στο ΣτΕ
Οι ανοιχτές επιθέσεις υπουργών κατά της Δικαιοσύνης και των δικαστών άρχισαν ουσιαστικά με αφορμή το κυβερνητικό φιάσκο με τις τηλεοπτικές άδειες. Περίπτωση κατά την οποία κορυφώθηκε και η «αλλεργία» της κυβέρνησης απέναντι στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία συλλήβδην θεωρήθηκαν –και θεωρούνται, όπως και οι άνθρωποί τους –όργανα της διαπλοκής ή προπαγανδιστές και συνωμότες κατά της κυβέρνησης.
Στην εν λόγω περίπτωση των τηλε-αδειών, ύστερα από φοβερό παρασκήνιο και πιέσεις προς τους δικαστές του ΣτΕ, το γεγονός ότι κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του νόμου Παππά και η ακύρωση του διαγωνισμού προκάλεσαν την κυβερνητική οργή, η οποία εκφράστηκε διά της τότε εκπροσώπου Ολγας Γεροβασίλη σε τηλεοπτικό της διάγγελμα.
Ακολούθησαν οι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών του νόμου Κατρούγκαλου στους συνταξιούχους και η απόφαση για τους συμβασιούχους των δήμων, με την οποία ακυρώνονταν οι διά νόμου (σ.σ. πάλι εμπνεύσεως Κατρούγκαλου) ανανεώσεις των συμβάσεών τους και τα εντάλματα πληρωμής τους. Και στις δύο περιπτώσεις, τόσο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος όσο και οι αρμόδιοι υπουργοί –με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του υπουργού Εσωτερικών Πάνου Σκουρλέτη –επιτέθηκαν με σφοδρότητα κατά των δικαστών κατηγορώντας τους ακόμη και για πολιτικά υποκινούμενες αποφάσεις.
Ο επίμονος τραπεζίτης
Η επίθεση της κυβέρνησης κατά της Δικαιοσύνης, ωστόσο, δεν είναι η μόνη απέναντι στους θεσμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, του οποίου η σχέση με το Μαξίμου έχει περάσει από σαράντα κύματα. Εύκολα το «κράτα με να σε κρατώ» της φορτισμένης περιόδου του δημοψηφίσματος –όταν η Ζωή Κωνσταντοπούλου επιδίωκε τη… σύλληψή του και εκείνος πάσχιζε για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη –μεταβλήθηκε σε μίσος.
Τόσο η πρόσφατη παρέμβαση Στουρνάρα για τα σχέδια της κυβέρνησης περί εξόδου στις αγορές όσο και αιχμηρές δηλώσεις του για την αξιολόγηση και τις αποκρατικοποιήσεις προκάλεσαν την οργή κυβερνητικών στελεχών, τα οποία του υπέδειξαν με διόλου κομψό τρόπο να… καθήσει στη γωνιά του. «Να μην πολιτικολογεί» σχολίασαν υπουργοί και κομματικά στελέχη, ενώ ο Δημήτρης Τζανακόπουλος τον κατηγόρησε μεταξύ άλλων για υπέρβαση του ρόλου του και πολιτικές βλέψεις.
Παράπονα και για τον δήμαρχο
Με ανάλογο τρόπο, η κυβέρνηση επιχειρεί να «αλώσει» τώρα έναν ακόμη θεσμό, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το πρόσχημα είναι οι αλλαγές στον Καλλικράτη και η καθιέρωση του συστήματος της απλής αναλογικής για την εκλογή περιφερειακών και δημοτικών συμβούλων. Οι δήμαρχοι υποστηρίζουν ότι περιφέρειες και δήμοι θα μείνουν πρακτικά ακέφαλοι, αφού οι τοπικοί άρχοντες δεν θα μπορούν να έχουν την πλειοψηφία στα συμβούλια (εκτός αν εκλεγούν από τον πρώτο γύρο με 50%+1).
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ευνοεί τις συναινέσεις και συμμαχίες, αλλά παράγοντες της Αυτοδιοίκησης επιμένουν ότι στο πίσω μέρος του μυαλού της έχει την αποπολιτικοποίηση της εκλογικής αναμέτρησης, προκειμένου να κουρευτούν οι επιδόσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ που διαθέτουν ισχυρό αυτοδιοικητικό πυρήνα, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι διατάξεις άλλωστε του νομοσχεδίου για τους δήμους που κατατέθηκε προχθές στη Βουλή, με μπόνους για υπαλλήλους και αιρετούς, μαρτυρούν ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει φίλιο πυρήνα.
Η… Αριστερά του Κυρίου
Αντιθέτως, ένας από τους θεσμούς που έχει παραμείνει στο απυρόβλητο είναι η Εκκλησία. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο λόγω της παρουσίας Καμμένου στον κυβερνητικό συνασπισμό –με τον υπουργό Αμυνας να παρεμβαίνει ως «διαιτητής» στη γνωστή αντιπαράθεση της Ιεραρχίας με τον Νίκο Φίλη για τα θρησκευτικά και να οδηγεί στην καρατόμηση του υπουργού Παιδείας. Συμβαίνει, προφανώς, και λόγω της προσωπικής σχέσης που έχει ο Πρωθυπουργός με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.