«Είναι αδύνατο να υπερτονίσει κανείς το σοκ που προκάλεσε το αποτυχημένο πραξικόπημα, το οποίο συγκλόνισε την Τουρκία πριν από ακριβώς έναν χρόνο. Μια χώρα που πίστευε πως είχε αφήσει πίσω την εποχή των στρατιωτικών πραξικοπημάτων έβλεπε ακόμη μία φορά τανκς στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και της Αγκυρας. Πριν τελειώσει η νύχτα, σχεδόν 300 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί, περισσότεροι από χίλιοι είχαν τραυματιστεί, το τουρκικό Κοινοβούλιο είχε βομβαρδιστεί.

Οταν όμως ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εμφανίστηκε θριαμβευτής την επόμενη ημέρα χαρακτηρίζοντας το αποτυχημένο πραξικόπημα “δώρο από τον Θεό”, έγινε σαφές σε όλους ότι θα χρησιμοποιούσε αυτή την κρίση προκειμένου να διευρύνει το κυνήγι μαγισσών των πολιτικών του αντιπάλων που είχε αρχίσει ήδη. Αν είχε επιτύχει το πραξικόπημα, είναι σχεδόν βέβαιο πως η Τουρκία θα είχε βυθιστεί σε εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους υποστηρικτές του Ερντογάν και το νέο στρατιωτικό καθεστώς∙ αντί γι’ αυτό, παραπαίει προς κάτι που προσεγγίζει τη δικτατορία».

Ο απολογισμός της δύσκολης χρονιάς που κλείνει σήμερα στην Τουρκία, η ένταση που αυτή έχει φέρει στις σχέσεις της με τη Δύση, στηρίζουν την άποψη που διατυπώνει ο Χάουαρντ Αϊσενστατ, καθηγητής Μεσανατολικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σεντ Λόρενς της Νέας Υόρκης: περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι, ανάμεσά τους κάπου 150 δημοσιογράφοι και 14 βουλευτές, έχουν φυλακιστεί και άλλοι 150.000, ανάμεσά τους στρατιώτες, αστυνομικοί, εκπαιδευτικοί και δημόσιοι λειτουργοί, έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα ή αποπεμφθεί για υποτιθέμενες σχέσεις με τρομοκρατικές ομάδες –και δη με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν, του αυτοεξόριστου στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ ισλαμιστή ιεροκήρυκα, τον οποίο ο Ερντογάν κατηγορεί ως υπεύθυνο για το αποτυχημένο πραξικόπημα.

Για τον τούρκο πρόεδρο και τους συμμάχους του, εκείνη η βίαιη νύχτα, καμία αμφιβολία επ’ αυτού, ήταν το αποτέλεσμα μιας μυστικής φιλοδυτικής συνωμοσίας με σκοπό την αποδυνάμωση ή και την εξόντωση του ισχυρού μουσουλμάνου ηγέτη της Τουρκίας. Και όσα ακολούθησαν, από την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης (που θα παραταθεί, όπως ξεκαθάρισε χθες ο τούρκος πρωθυπουργός, Μπιναλί Γιλντιρίμ, για ακόμη τρεις μήνες) και το πογκρόμ σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής και της κοινωνίας των πολιτών μέχρι το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στην Τουρκία στις 16 Απριλίου χαρίζοντας υπερεξουσίες στον πρόεδρο Ερντογάν εις βάρος του Κοινοβουλίου και των δικαστικών Αρχών, δεν είναι παρά η δικαιολογημένη απάντηση σε μια τόσο μεγάλη απειλή. Οπως επισημαίνουν ωστόσο οι «Financial Times», για το υπόλοιπο μισό του τουρκικού έθνους που είναι μοιρασμένο μεταξύ υποστηρικτών του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, εθνικιστών και μειονοτήτων όπως οι Κούρδοι της Τουρκίας, το αποτυχημένο πραξικόπημα εξακολουθεί να μην έχει εξηγηθεί επαρκώς.

«Το μισό έθνος λατρεύει τον Ερντογάν και το άλλο μισό τον μισεί» λέει ο Σόνερ Τσαγκάπταϊ, διευθυντής του Τουρκικού Ερευνητικού Προγράμματος στο αμερικανικό thin tank Washington Institute. «Οποιο αφήγημα και αν διαμορφώσει, το ενστερνίζεται μόνο το ένα μισό, το υπόλοιπο το απορρίπτει εντελώς. Εκείνος εντάσσει το αποτυχημένο πραξικόπημα σε μία σειρά επιθέσεων εναντίον των Τούρκων και των μουσουλμάνων, από τις Σταυροφορίες μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μία πλευρά θεωρεί πως είναι το πλέον σημαντικό γεγονός μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας∙ και το άλλο μισό το βλέπει ως κάτι το οποίο χρησιμοποιεί για να τους καταστείλει. Η Τουρκία τραυματίστηκε ψυχολογικά και ίσως να μη μάθουμε ποτέ τι πραγματικά συνέβη εκείνη τη νύχτα».