Ο Κώστας Μουρσελάς, ο σπουδαίος αυτός θεατρικός συγγραφέας, συγγραφέας τηλεοπτικών σειρών, μυθιστοριογράφος, έχει τουλάχιστον ένα έργο που άφησε εποχή σε καθέναν από τους τρεις αυτούς τομείς της δημιουργίας του. Δύο από αυτά, μάλιστα, κατάφερε να τα γράψει και να τα κυκλοφορήσει επί δικτατορίας! Το θεατρικό «Ω! Τι κόσμος μπαμπά», που πρωτοπαίχθηκε το 1973, πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία Βασίλη Διαμαντόπουλου, με οξύτατη κοινωνική κριτική, με παρουσίαση των σουρεαλιστικών καταστάσεων που επικρατούσαν στην ελληνική κοινωνία και έμμεσα στην ελληνική πολιτική ζωή, κριτικάροντας σαθρά συστήματα και το κυνήγι του εύκολου πλουτισμού, αλλά ανακατεύοντας και ποικίλα θεατρικά είδη, έδωσε ένα φωτεινό μήνυμα σε μια ιδιαίτερα σκοτεινή εποχή.
Το ίδιο συνέβη με τη σειρά «Εκείνος κι εκείνος», που παιζόταν στην τηλεόραση την ίδια περίπου περίοδο, από το καλοκαίρι του 1972 μέχρι το χειμώνα του 1974. Εκεί ο Λουκάς και ο Σόλων (Βασίλης Διαμαντόπουλος, Γιώργος Μιχαλακόπουλος), δυο κλασικοί Ρωμιοί, προσπαθούν να κατανοήσουν και να σχολιάσουν την παράλογη κοινωνική πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων της χούντας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σειρά εκείνη δεν σώζεται και σώζεται μόνο το ριμέικ της, που γυρίστηκε από τον Κώστα Κουτσομύτη το 1989.
Την ίδια εκείνη χρονιά, το 1989, ο Κώστας Μουρσελάς, που έφυγε το Σάββατο από τη ζωή στα 85 του χρόνια, έκανε τη μεγάλη στροφή προς το μυθιστόρημα. Και κυκλοφορούσε, ακριβώς τότε, χρονιά κοσμοϊστορικών γεγονότων, το μακράν δημοφιλέστερο μυθιστόρημά του, τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» που, βοηθούσης και αργότερα της τηλεοπτικής μεταφοράς του, επρόκειτο να σπάσει το φράγμα των 200.000 αντιτύπων –νούμερο πωλήσεων που ελάχιστα ελληνικά βιβλία έχουν καταφέρει να φτάσουν.
Τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», ψυχολογικό αλλά και ερωτικό μυθιστόρημα χαρακτήρων, έχει ούτε λίγο ούτε πολύ 62 πρωταγωνιστές! Κυριαρχεί, βέβαια, ο Λούης, ψευδώνυμο του κατά κόσμον Εμμανουήλ Ρετσίνα, ενός ψευτοζορμπά της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου στη γενέτειρα του Μουρσελά, τον Πειραιά. Ο Μουρσελάς παρουσιάζει εκεί μια πραγματική τοιχογραφία της δεκαετίας του 1950, την εποχή που η δεξιά παράταξη, με κάμποσο στοιχείο δωσιλογισμού και με τις δάφνες της νίκης της επί των αριστερών επαναστατών που γέννησαν το προσφυγικό ζήτημα και η Κατοχή, έχτιζε ένα στρεβλό καθεστώς που τελείωσε με τη δικτατορία, συνέπειες όμως του οποίου ζούμε μέχρι σήμερα. Πρωταγωνιστούν κάθε είδους φιγούρες εκεί, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές, και ανανήψαντες κομμουνιστές, και παρακρατικούς, και κομψευάμενες νοικοκυρές, και κρυπτοομοφυλόφιλους στρατιωτικούς, και τυχοδιώκτες της πολιτικής, και εμπόρους της αρπαχτής, κάθε είδους κυνισμός παρελαύνει από μία περίοδο που όλα αλλάζουν και όλα γίνονται λάθος. Το βιβλίο αυτό, όχι τυχαία, μεταφράστηκε στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα τουρκικά και τα εβραϊκά.
Ο Μουρσελάς, φυσικά, δεν έγραψε μόνο αυτά τα τρία έργα. Υπήρξε πολυγραφότατος. Σημαντικότατο είναι το θεατρικό «Ενυδρείο» του, σενάρια έγραψε αρκετά ακόμα όπως το «Πρόσωπο με πρόσωπο», το μυθιστόρημά του «Κλειστόν λόγω μελαγχολίας» έκανε επίσης σημαντική επιτυχία, όπως και το συλλογικό «Παιχνίδι των τεσσάρων» (μαζί με Σκούρτη, Σουρούνη, Τατσόπουλο) –και δεν ήταν τα μόνα.
Ο επονίτης στα νιάτα του Μουρσελάς, που σπούδασε νομικά αλλά και βιολί και δούλεψε για δέκα χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, απ’ όπου απολύθηκε επί χούντας (1969), αποφάσισε κατόπιν να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Είχε πάντως πρωτοεμφανιστεί στα γράμματα το 1959 ως θεατρικός συγγραφέας. Φτάνοντας να γράψει εντέλει κάπου 130 μονόπρακτα. Και τα θεατρικά του παίχτηκαν από όλες τις μεγάλες σκηνές (Εθνικό, Ελεύθερο Θέατρο, Θέατρο Τέχνης, ΚΘΒΕ κ.ά.). Ενώ τη δεκαετία του 1980 έγραφε και επιφυλλίδες στα «ΝΕΑ» με τον τίτλο «Κουβεντιάζοντας». Ο σαρκασμός του, η κριτική τού μικροαστισμού και η γενικότερη κριτική του ματιά στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ιστορία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, η αρκετά μεγάλη τόλμη του –για τα δεδομένα της εποχής –επί δικτατορίας, όπου τα έργα του αποτελούσαν όαση, τον ανέδειξαν σε πολύ σημαντική προσωπικότητα των μεταπολεμικών ελληνικών γραμμάτων.
Σεμνός, μειλίχιος και ευγενής (παρά τη συχνή χρήση βωμολοχιών από τους ήρωές του), έφερε νέο αέρα στα θεατρικά, τηλεοπτικά και λογοτεχνικά μας πράγματα. Το στίγμα που αφήνει, δεκατρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του τελευταίου του λογοτεχνικού έργου («Ο πόθος καίει τα σωθικά», Κέδρος), είναι κάτι παρά πάνω από έντονο…