Ούτε ματωμένα κουρέλια. Ούτε σφάγια. Ούτε σκοτεινές τελετές. Ούτε ακρωτηριασμένα μέλη. Μόνον κατάδυση στον λόγο (κατ’ αρχάς), στην αφήγηση μιας αιματοβαμμένης ιστορίας και, εν τέλει στο ένστικτο, που μπορεί να σκοτώσει ακόμη και ό,τι πιο αγαπημένο. Και στον θρησκευτικό (λατρευτικό) φανατισμό.

Ετσι, με βαθιά ανάγνωση του κειμένου και των συμβολισμών του, με ανάλυση της κατάδυσης στη χώρα του φοβερού ενστίκτου θέλησε να παρουσιάσει στην Επίδαυρο τις «Βάκχες» του Ευριπίδη (έργο που παίχτηκε μετά τον θάνατο του τραγικού ποιητή) ο Εκτορας Λυγίζος. Με μιαν αγάπη για το συγκεκριμένο έργο έκδηλη και φανερή, απτή και με μια προσέγγιση ευγενική. Δίχως προσθήκες, δίχως παραφράσεις, δίχως σκηνοθετίλες, εφέ, μουσικές, κόλπα και ευρήματα.

Εύρημα ήταν το ίδιο το κείμενο για τον σκηνοθέτη της νεότερης γενιάς, που είχε δοκιμαστεί παλαιότερα με μία μόνον παράσταση στο αρχαίο αργολικό θέατρο, όχι με ανάλογο αποτέλεσμα. Ναι, το κοινό που έσπευσε στη συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου με το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας – Θεσσαλικό Θέατρο ήταν περιορισμένο (κάπου 2.300 στην πρεμιέρα της Παρασκευής και 4.800 το Σάββατο). Ομως ήταν και πολύ προσεκτικό, απορροφημένο θα έλεγα, και με θέρμη χειροκρότησε και επανέφερε τρεις φορές στην ορχήστρα τους συντελεστές. Εναν οκταμελή θίασο καλοκουρδισμένο, σε περισσότερους από έναν ρόλους, με λογική Χορού που διαιρεί κατά καιρούς τις μονάδες του ή αφηγητών σε μια λιτή παράσταση «δωματίου».

Με ένα «αν», μια υπόθεση, ξεκίνησε η παράσταση, αφού πρώτα ο μικρός θίασος μετέφερε στην ορχήστρα έναν μεγάλο, διασπώμενο, κύλινδρο. Μια τυλιγμένη οθόνη, από μπλε ρουά / μοβ ύφασμα, που σε τρία μέρη προσαρμόσθηκε στο λιτό σκηνικό (από την Κλειώ Μπομπότη, όπως και τα κοστούμια) από μεταλλικά στηρίγματα και απλώθηκε σε όλη την ορχήστρα. «Αν ήμουν ο Διόνυσος, θα σας έλεγα “είμαι ο Διόνυσος”, εφανερώθηκα σε τούτη δω την πόλη. Τα τρομερά μου προσόντα του θεού τα έκρυψα». Εκεί που ο Ευριπίδης βάζει τον θεό Βάκχο να συστήνεται: «ήκω Διός παίς τήνδε Θηβαίων χθόνα / Διόνυσος…».

Ο Αργύρης Πανταζάρας, νέος και πολύφερνος, έδωσε από την αρχή το στίγμα –και της παράστασης –ως… υποθετικός Διόνυσος. Με την προσοχή στην εκφορά του λόγου (σε μετάφραση του αξέχαστου Γιώργου Χειμωνά και διασκευή του Εκτορα Λυγίζου), σε σχεδόν σωματική απόδοση, με μικρά λικνίσματα, αργότερα απαλά σφυρίγματα και ντυμένος, όπως όλοι με ένα πολύχρωμο σιγκούνι και μια επιπρόσθετη παντελόνα. Προτού, με τα άλλα πρόσωπα του δράματος, ως χορός Θηβαίων, πιστών και απίστων, πολυφωνικών κυρίως, απεκδυθεί –τραβώντας μερικές πανέλες από το σιγκούνι και την παντελόνα –την πολύχρωμή του υπόσταση και παραμείνει απλός και υπόλευκος. Σαν άγραφο χαρτί, έτοιμο να καταστιχθεί από το ένστικτο και το αίμα. Το φονικό, εν τέλει, όπως το θέλει ο Ευριπίδης, ένστικτο την ώρα της βακχείας, της λατρευτικής. Ενός θεού, του Διονύσου, που η Θήβα και ο κραταιός Πενθέας δεν τον έχουν ακόμη ασπασθεί και λατρέψει άνευ όρων. Εξ ου και η μήνις του θεού, που εμφανίζεται με μορφή ελκυστική αλλά ανθρώπινη.

Κι έπειτα: «Αν ήμουν ο Τειρεσίας…» από τον έμπειρο Χρήστο Στέργιογλου. «Αν ήμουν ο Κάδμος…» από την Ανέζα Παπαδοπούλου, που ενδύθηκε τον λόγο και της τραγικής μάνας του Πενθέα και μητροκτόνου (τυφλωμένη από τον Διόνυσο για να τιμωρήσει με λυσσαλέο διαμελισμό με τα ίδια της τα, φονικά, χέρια το άπιστο παιδί της) Αγαύης. «Αν ήμουν ο Πενθέας…», ο άπιστος Πενθέας που δεν δέχεται τη λατρεία του θεού στην επικράτειά του, εξέφεραν όλα σχεδόν τα ανδρικά μέλη του ιδιότυπου Χορού αυτών των «Βακχών» (πέρα από τους παραπάνω, οι Μαρία Πρωτόπαππα, Ανθή Ευστρατιάδου, Βασίλης Μαγουλιώτης, Αρης Μπαλής). Ανάμεσά τους και ο ίδιος ο σκηνοθέτης Εκτορας Λυγίζος, που είχε πρωτοασχοληθεί με τις «Βάκχες», σε εκδοχή για τρεις ηθοποιούς, το 2013 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Και υπάκουσε κι εκείνος –σωματικά –στην ορθοσωμική τεχνική, «πρωταρχικού ελέγχου» και εξοικονόμησης ενέργειας, του Frederick Matthias Alexander (διδαγμένη από τη Βίκυ Παναγιωτάκη). Ολοι καθηλωτικοί, υποβλητικοί, προσεκτικοί στην εκφορά και στις λιτές κινήσεις, στην πολυφωνία και στην αφήγηση.

Οι δύο αγγελιαφόροι συγχρονίστηκαν σε μία διφωνία για να περιγράψουν τα πάθη της πόλης και τις βακχείες των γυναικών στο βουνό. Των γυναικών που «αφήνουν τα σπίτια τους» μαγεμένες από τον θεό. Και «την κακουργία που την είπανε βακχεία». Που «μεγάλη είναι δύναμη». Και μαντική. Και μαγική.

Εν χορώ, κραδαίνοντας φανταστικούς λατρευτικούς θύρσους (κλαδιά με φούντα φυλλωσιάς), τα μέλη του θιάσου ομοφώνησαν και στην αφήγηση του κυνηγιού και του διαμελισμού από τη μάνα του, Αγαύη, και τις αδελφές της Αυτονόη και Ινώ, «παραλοϊσμένες» όλες, του άπιστου Πενθέα. Ο οποίος έχει δεχτεί να μεταμφιεστεί για να κατασκοπεύσει τη βακχεία, αλλά γίνεται αντιληπτός και ξεσκίζεται τελικά σαν νεαρό λιοντάρι – θήραμα. Η πιο καθηλωτική σκηνή σε μια παράσταση που διατήρησε ρυθμό ώς το τέλος, δίχως να ξεχειλώνει τους χρόνους (δεν κράτησε πάνω από 75 λεπτά –ευχάριστη έκπληξη στη μανία για τραβηγμένες ή και πολύωρες σύγχρονες αποδόσεις, συνήθως δίχως καν ζουμί).

Και την ώρα της αποκάλυψης, όταν η Αγαύη περιφέρεται νικητήρια την πόλη με το κεφάλι του (κατά πως νομίζει) «νεαρού λιονταριού» καρφωμένο σε ένα κοντάρι, ο λόγος του Ευριπίδη –η ουσία! –ακούστηκε γλαφυρός, γοερός στην πιο αιματηρή αρχαία τραγωδία (ίσως το πρώτο σπλάτερ), με τους τόσους συμβολισμούς. Κυρίως της παράδοσης στο –φονικό –ένστικτο. Με πικρό φινάλε: «Βάκχες, το τραγούδι σας το νικητήριο ετελείωσε με γόους, με δάκρυα». Και με θερμότατο χειροκρότημα, θα πρόσθετα.

Αντίστοιχο εκείνου που εισέπραξε την Παρασκευή στο γεμάτο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου ο Χρήστος Λεοντής στη συναυλία του με «διαμάντια» από τη συνθετική του πορεία, μουσικά κοσμήματα παραστάσεων αρχαίου δράματος (κυρίως του Θεάτρου Τέχνης και του ΚΘΒΕ). Και από την πρωτόλεια «Καταχνιά», του 1963, έως τον πιο πρόσφατο κύκλο τραγουδιών του, «Φλόγα που καίει». Υπό τον τίτλο «Της ξενιτειάς, της μνήμης, του έρωτα και της φωτιάς» και με συνδιοργάνωση από τον Δήμο Επιδαύρου και τον Πολιτιστικό Σύλλογο Επιδαύρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ.