Tα πράγματα κάποια στιγμή θα φτιάξουν. Δεν έχει καταραστεί κάποιος αυτόν τον τόπο, δεν είναι κάπου γραμμένο ότι οι πληγές από τους εμφυλίους είναι εδώ πιο βαθιές, τα πάθη πιο εξημμένα, η μνήμη πιο εκδικητική. Θα κατακτήσουμε κι εμείς αργά ή γρήγορα την κανονικότητα άλλων λαών. Αλλά προηγουμένως υπάρχει μεγάλος κίνδυνος τα πράγματα να επιδεινωθούν.
Είναι προφανές ότι κάθε υπουργός έχει δικαίωμα να παραστεί σε όποια συγκέντρωση θέλει. Οπως και κάθε δημοσιογράφος, για παράδειγμα, έχει δικαίωμα να φάει ένα βράδυ στα Εξάρχεια. Αλλά πολλοί δεν το κάνουν, γιατί φοβούνται ότι θα αναγνωριστούν από τους αυτόκλητους άρχοντες της περιοχής και θα φάνε ξύλο. Οπως και πολλοί πολιτικοί δεν πάνε σε συγκεντρώσεις γιατί δεν θέλουν να έχουν την τύχη του Κουμουτσάκου ή του Χατζηδάκη. Ασε καλύτερα, σου λέει. Μην πάω γυρεύοντας.
Κι έτσι εξοικειωθήκαμε με τη βία. Κι έτσι νομιμοποιήσαμε τα άβατα.
Ο Νίκος Φίλης και ο Νίκος Ξυδάκης ανέλαβαν κάποια στιγμή δύο πόστα νευραλγικής σημασίας για τα σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ: την Παιδεία και τον Πολιτισμό. Ειδικά ο πρώτος ενεπλάκη και συναισθηματικά στον τομέα του, καθώς τα έβαλε με την Εκκλησία για το θέμα των Θρησκευτικών –και έχασε. Ο συνολικός απολογισμός της θητείας του είναι αρνητικός: η επίθεση στα ιδιωτικά σχολεία άρχισε επί των ημερών του, όπως και η απαξίωση των Συμβουλίων Ιδρύματος των ΑΕΙ. Αλλά δεν προπηλακίστηκε γι’ αυτό την Παρασκευή στο Σύνταγμα. Η επίθεση που δέχθηκε μαζί με τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στο ότι το «πλήθος» τούς θεωρεί προδότες. Ή απατεώνες. Ή και τα δύο.
Η εντύπωση αυτή είναι ευρέως διαδεδομένη, αν και εκείνοι που καταφεύγουν στη βία αποτελούν ακόμη μια μικρή μειοψηφία. Το φαινόμενο δεν είναι όμως καινούργιο. Επιθέσεις και προπηλακισμοί γίνονταν και εναντίον μελών των προηγούμενων κυβερνήσεων, και οι σύντροφοι του Φίλη το αποδέχονταν –αν δεν το επιδοκίμαζαν. Προσβλητικοί χαρακτηρισμοί για ξεπουλήματα και προδοσίες εκτοξεύονταν συστηματικά από τις σελίδες της εφημερίδας που διηύθυνε ο μετέπειτα υπουργός Παιδείας. Το μίσος φούντωνε, κι εκείνος είχε ευθύνη γι’ αυτό.
Η ευθύνη αυτή δεν απαλείφεται από τη σφοδρή κριτική που άσκησε στην κυβέρνηση μετά την απομάκρυνσή του από το υπουργείο. Τη συνεργασία με τον Καμμένο που κατήγγειλε, την είχε ανεχθεί. Τη διάκριση μεταξύ «αμόλυντων» και «μολυσμένων» την είχε υιοθετήσει. Τι άλλο σήμαινε άλλωστε η αποστροφή του ότι το ΠΑΣΟΚ «βρωμάει»;
Τίποτα απ’ αυτά όμως δεν δικαιολογεί την άσκηση βίας εναντίον του ίδιου ή οποιουδήποτε άλλου, αριστερού ή δεξιού. Τέτοια φαινόμενα πρέπει να καταδικάζονται πάντα, και απ’ όλους, χωρίς αστερίσκους και υπαινιγμούς. Πρέπει επίσης να γίνεται και καμιά σύλληψη, για να αποκαλύπτονται τα πρόσωπα των θρασύδειλων που λειτουργούν με την κάλυψη του πλήθους. Το πιο επείγον όλων, όμως, είναι η εθνική συμφιλίωση, μια συμφιλίωση ειλικρινής και χωρίς σκοπιμότητες. Την οποία πρέπει να επιδιώξουν πρώτοι εκείνοι που κατ’ εξοχήν την υπονόμευσαν.