O Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στο δηλητηριώδες γι’ αυτόν κλίμα της Ουάσιγκτον, ο Εμανουέλ Μακρόν γύρισε στην προεδρική καθημερινότητά του. Oι Γάλλοι διχάστηκαν για λίγο όσον αφορά το ποτ πουρί μεγάλων επιτυχιών των Daft Punk που έπαιξε η διαστρατιωτική μπάντα μπροστά στην εξέδρα των επισήμων, στο τέλος της μεγάλης στρατιωτικής παρέλασης της 14ης Ιουλίου· κάποιοι βρήκαν τον μουσικό αυτό νεωτερισμό «υπέροχο» και άλλοι ύψωσαν ενοχλημένοι τα φρύδια, ο ίδιος ο 39χρονος γάλλος πρόεδρος έδειξε να το απολαμβάνει, ενώ ο 71χρονος αμερικανός προσκεκλημένος του παρέμεινε απολύτως απαθής, πιθανότατα διότι δεν γνωρίζει αυτό το γαλλικό ντουέτο ηλεκτρονικής μουσικής με τον αγγλικό στοίχο και τη διεθνή φήμη.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ένα ερώτημα παρέμεινε ανοικτό: γιατί είναι τόσο καλός ο Εμανουέλ Μακρόν με τον Ντόναλντ Τραμπ; Ο βετεράνος αρθρογράφος του New Yorker Aνταμ Γκόπνικ δίνει τη δική του ερμηνεία. Ο Μακρόν, σημειώνει ο Γκόπνικ, είναι γνήσιος κληρονόμος του Σοσιαλδημοκράτη Μισέλ Ροκάρ, «ο οποίος θεωρείται γενικά ο καλύτερος Πρόεδρος που δεν είχε ποτέ η Γαλλία». Οι Ροκαρικοί πιστεύουν σε μια ελεύθερη αγορά αυστηρά ρυθμιζόμενη υπό την εποπτεία της κυβέρνησης, σε αποτελεσματικές δημόσιες υπηρεσίες χωρίς υπερβολικά συγκεντρωτική διαχείριση και γενικότερα σε μια αντιδογματική προσέγγιση της πολιτικής, που αντιμετωπίζει τα προβλήματα της χώρας ως συγκεκριμένες προκλήσεις και όχι ως αφηρημένα μοντέλα. Ο Μακρόν, ωστόσο, εκτιμά πως έχει εντοπίσει το βασικό ελάττωμα του γαλλικού σοσιαλδημοκρατικού πραγματισμού και τον λόγο για τον οποίο σπάνια είχε καταφέρει να ανέλθει ή να διατηρήσει την εξουσία: η κεντρώα παράδοση δεν έχει την όψη της αποστασιοποιημένης, ηγεμονικής μεγαλοπρέπειας που οι Γάλλοι εξακολουθούν να ζητούν από έναν πρόεδρο. Επειτα από τρεις διαδοχικούς rois fainéants, λοιπόν, αδύναμους βασιλείς, ο Μακρόν προσπαθεί να συνδυάσει την πρακτικότητα της ροκαρικής πολιτικής με τη βασιλική σαγήνη της γκολικής φιλοδοξίας –για αυτό λέει πως η Γαλλία χρειάζεται έναν πρόεδρο «jupitérien» –«που έχει τον αυτοκρατορικό, κυριαρχικό χαρακτήρα του θεού Δία».
Και για τον ίδιο λόγο, εκτιμά ο Γκόπνικ, είναι που παίζει το χαρτί του Τραμπ. Η γκολική παράδοση έτεινε ανέκαθεν να μην εμφανίζεται αντανακλαστικά αντιαμερικανική, αλλά να επιτρέπει στους γάλλους προέδρους να αντιμετωπίζουν τους αμερικανούς προέδρους ως ίσοι, όπως έκανε ο Ντε Γκολ με τον Κέννεντυ και ο Μιτεράν με τον Ρίγκαν. Ουδέποτε υπήρξε πιο κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο από την τωρινή, με την Αμερική σε τόσο ξεκάθαρη τροχιά παρακμής στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου και τον Τραμπ ολοένα και πιο απομονωμένο καθημερινά. Ο Μακρόν μοιάζει να πιστεύει πως έχει εντοπίσει στον Τραμπ το ίδιο ευάλωτο σημείο που θεωρούσε πως είχε εντοπίσει και ο Ομπάμα: την απουσία οποιουδήποτε πιστεύω ή ιδεολογίας, και μία περσόνα που κινείται με βάση μια απεγνωσμένη ανάγκη να γίνεται αρεστή. Οποιοσδήποτε κολακεύει τον Τραμπ και του συμπεριφέρεται με σεβασμό εξασφαλίζει ως αντάλλαγμα την εύνοια και τη συνεργασία του. (Και ο Καναδός Τζάστιν Τριντό το ίδιο χαρτί παίζει). Από τη στιγμή που ο Τραμπ μοιάζει να αντιμετωπίζει τη ζωή σαν μια σειρά από σύντομα, σκληρά μπαλέτα κυριαρχίας (ένα κωμικό παράδειγμα είναι η συνεχιζόμενη μάχη του με τον Μακρόν για την ανώτερη χειραψία), ο Μακρόν δείχνει να φαντάζεται πως μπορεί εύκολα να τον χειραγωγήσει προς το συμφέρον της Γαλλίας.
Είναι, σύμφωνα με τον Aνταμ Γκρόπνικ, κάτι που κάνει καλή εντύπωση εντός των τειχών, αλλά θα αποδειχθεί, σχεδόν μετά βεβαιότητας, αυταπάτη. Η τάση του Τραμπ να εκνευρίζεται από κάτι που εκλαμβάνει ως προσβολή είναι εντονότερη από την ικανότητά του να χαρίζει την εύνοιά του σε κάποιον. Αυτό, σε τελική ανάλυση είναι που διαχωρίζει τον ναρκισσισμό του Τραμπ από τον φυσιολογικό πολιτικό εγωισμό, για παράδειγμα, του Μπιλ Κλίντον, ο οποίος δεν μπορεί να πιστέψει πως κάποιοι τον αντιπαθούν, ακόμη και όταν πραγματικά τον αντιπαθούν. Αν ο Μακρόν φαντάζεται πως ο Τραμπ θα κρατήσει όμορφες αναμνήσεις από δείπνα και παρελάσεις, αυταπατάται. Οι ναρκισσιστές μπορεί να χειραγωγηθούν, αλλά μόνο για λίγο. Ακόμα και την ώρα που παρακολουθούν μια παρέλαση, κατορθώνουν να νιώσουν δυστυχισμένοι –η μνήμη τους είναι πολύ πιο δυνατή όσον αφορά τις προσβολές που ένιωσαν παρά για τα θεάματα που παρακολούθησαν.
Την 75η επέτειο της επονομαζόμενης «Επιδρομής του Χειμερινού Ποδηλατοδρομίου», της σύλληψης 13.152 γάλλων Εβραίων από γάλλους αστυνομικούς, με απόφαση του καθεστώτος του Βισί, και του εγκλεισμού τους στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού πριν από τη μεταφορά τους στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, τίμησε χθες ο γάλλος πρόεδρος, έχοντας στο πλευρό του, για πρώτη φορά σε ανάλογη τελετή, τον ισραηλινό πρωθυπουργό. Ο Εμανουέλ Μακρόν επαναβεβαίωσε την ευθύνη της Γαλλίας σε αυτό το σκοτεινό επεισόδιο της γαλλικής ιστορίας, όπως είχε κάνει πρώτος, το 1995, με καθυστέρηση πλέον του μισού αιώνα, ο Ζακ Σιράκ, καθώς και όλοι όσοι τον διαδέχθηκαν έκτοτε στην προεδρία, και κατήγγειλε όσους επιμένουν ακόμη και σήμερα (βλ. Μαρίν Λεπέν) να δηλώνουν πως «το Βισί δεν ήταν η Γαλλία». Ως μια «ισχυρή, πολύ ισχυρή χειρονομία» χαιρέτισε από την πλευρά του ο Μπενιαμίν Νετανιάχου την πρόσκληση του γάλλου προέδρου. Στο πέρας της κατ’ ιδίαν συνάντησής τους που ακολούθησε, ο Εμανουέλ Μακρόν τάχθηκε για μια ακόμα φορά υπέρ της επανάληψης του διαλόγου Ισραηλινών και Παλαιστινίων με στόχο μια λύση δύο κρατών, καταδικάζοντας παράλληλα εκ νέου τον ισραηλινό εποικισμό.