Ο κόσμος έχει από νωρίς γεμίσει το προαύλιο του Μεγάρου Χορού της Καλαμάτας. Καλοντυμένοι θεατές μπλέκονται με μποέμ επισκέπτες από την Αθήνα και το εξωτερικό που παίρνουν σταδιακά τη θέση τους στην κεντρική σκηνή του κτιρίου. Ανάμεσά τους βρίσκονται και αναγνωρίσιμα πρόσωπα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως ο δήμαρχος Καλαμάτας Παναγιώτης Νίκας, ο περιφερειάρχης Πελοποννήσου Πέτρος Τατούλης και άλλοι από την κεντρική πολιτική σκηνή με μεσσηνιακές ρίζες, όπως ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης Αλέξης Χαρίτσης. Ολοι ήρθαν για να δώσουν το «παρών» στην πρεμιέρα του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού της πόλης, που φέτος επιστρέφει για 23η χρονιά έως τις 23 Ιουλίου.

Μόλις σηκώνεται η αυλαία, ο χώρος φωτίζεται από το ροζ δάπεδο και το ασορτί πιάνο που στέκεται στη μέση της σκηνής. Ο πιανίστας, ντυμένος κι αυτός στα φούξια αρχίζει να παίζει τις πρώτες νότες από τη Σονάτα για πιάνο αριθμός 17 του Μπετόβεν. Οι κινήσεις του στο πιάνο, ωστόσο, μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο όταν κάνουν την εμφάνισή τους χορευτές, ντυμένοι σε ροζ τόνους, που μπαινοβγαίνουν στη σκηνή κάνοντας γρήγορες χορευτικές κινήσεις. Το Εθνικό Χορογραφικό Κέντρο της Λωρραίνης επιλέχθηκε από την καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Κατερίνα Κασσιούμη. Την περασμένη Παρασκευή παρουσιάστηκαν από την ομάδα τρία έργα ξεχωριστών χορογράφων που υπηρετούν τη φετινή δοθείσα θεματική: η επανάσταση ως ανάγκη που επαναπροσδιορίζει έννοιες και ταυτότητες, σε συνάρτηση πάντα με τον διάλογο της σύγχρονης χορευτικής γραφής με την παράδοση.

Το πρόγραμμα άνοιξε το «Rose-variation» της Ματίλντ Μονιέ που επανεξετάζει τα γνωστά βήματα του κλασικού μπαλέτου. Οι 24 περφόρμερ που ανεβαίνουν στη σκηνή παραλλάσσουν τις κλασικές νόρμες και χρησιμοποιούν το κορμί τους κάθε φορά για να διαμορφώσουν νέες κινήσεις. Ο καθένας από αυτούς βήμα βήμα παρουσιάζει το δικό του νούμερο που πιάνουν οι υπόλοιποι και επαναλαμβάνουν φτιάχνοντας ομάδες. Στην αρχή τρίο που μοιάζουν να μάχονται εκτοξεύοντας ο ένας το σώμα του άλλου και στη συνέχεια όλοι μαζί ως σύνολο, στήνουν γεωμετρικά σχήματα ξαπλώνοντας στο έδαφος ή πηδώντας στον αέρα. Τον ρυθμό δίνει το πιάνο που κατά διαστήματα σταματά, αφήνοντας στην μοναξιά της κίνησής τους τούς χορευτές, χωρίς ποτέ βέβαια να απογειώνουν το θέαμα. Μετά το διάλειμμα, η σκυτάλη περνά στην εγκατάσταση «Opal Loop/ Cloud Installation #72503» της Τρίσα Μπράουν, που ζωντανεύει με τέσσερις χορευτές. Εν μέσω πυκνών καπνών, αρχίζουν να εκτελούν μια σειρά κινήσεων που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν ασύνδετες μεταξύ τους. Οσο εντείνεται η «γλυπτή ομίχλη» της Φουτζίκο Νακάγια που υπογράφει το εύρημα αυτό ως ποιητικό σχόλιο της Μπράουν πάνω στον εφήμερο χαρακτήρα της χορευτικής τέχνης, τόσο κρύβεται η σύνδεσή τους μέσα από βήματα – λούπες στο κέντρο του χώρου, που σβήνουν η μία μέσα στην άλλη και επανεκκινούν διαρκώς από έναν νέο σχηματισμό. Εδώ, όλα είναι ρευστά και ευμετάβλητα. Το πέπλο του καπνού κάνει τις παρουσίες να σβήνουν, τονίζοντας μόνο τα χτυπήματα των ποδιών, τις απότομες αλλαγές τοποθέτησης του σώματος και τον ρυθμό που διατηρούν πάντα, ανάγοντας το σκηνικό στη σφαίρα του υπερφυσικού.

Η ένταση της βραδιάς κορυφώνεται με το «Sounddance» του Μερς Κάνιγχαμ που αφαιρεί τη βάση της ομοιομορφίας και της αρμονίας από το μπαλέτο. Η σκηνή είναι χωρισμένη στα δύο χάρη σ’ ένα υφασμάτινο χρυσό παραπέτασμα με πλούσιες πτυχώσεις, βοηθώντας κι αυτό στη σύνθεση ενός οργανωμένου χάους στο θέαμα. Ο εκκωφαντικός ήχος σαν παράσιτα που αλλάζουν συχνότητα, οδηγεί τη γρήγορη και δυναμική χορογραφία. Οι 10 χορευτές κάνουν απότομες κινήσεις και φτάνουν να γίνονται μαριονέτες στα χέρια του γενικότερου θεάματος: πετάγονται στον αέρα, σπάνε το κορμί τους και καταλήγουν να ενώνονται ως ομάδα. Οσο η μουσική γίνεται πιο δυνατή, τόσο οι κινήσεις γίνονται πιο απότομες παρομοιώνοντας τις αντίστοιχες των πουλιών που ίπτανται σε σμήνος αλλά σταδιακά αρχίζουν να σκορπούν, «ρουφηγμένοι» από τις πτυχές του παραπετάσματος.

Η παράσταση του περασμένου Σαββάτου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η επιτομή του φετινού θέματος του φεστιβάλ. Το «Tordre» του Ρασίντ Ουραμντάν από το Εθνικό Χορογραφικό Κέντρο της Γκρενόμπλ, χρησιμοποιεί δύο γυναίκες για να μιλήσει και να αγκαλιάσει τελικά τη μοναδικότητα. Στο λευκό λιτό σκηνικό η Ανι και η Λόρα μπαίνουν υπό τους ήχους του αμερικανικού μιούζικαλ «Ενα αστείο κορίτσι» του Ουίλιαμ Ουάιλερ και ποζάρουν διαρκώς σαν μοντέλα, φέρνοντας συνειρμικά στο μυαλό το κυρίαρχο πρότυπο ομορφιάς της βιομηχανίας του θεάματος. Στην εξέλιξη της παράστασης εναλλάσσονται στη σκηνή παρουσιάζοντας στο κοινό μια εσωτερική αφήγηση κίνησης. Η Ανι, με τον πρόσθετο βραχίονά της ακολουθεί μια έντονα συναισθηματική χορογραφία, που δεν μαρτυρά σε κανένα στοιχείο των βημάτων της την έλλειψη του ενός άκρου της. Από την άλλη, η Λόρα κατακλύζει τη σκηνή με την ασταμάτητη περιδίνησή της που για περισσότερο από 20 λεπτά την κάνει να χάσει το σταθερό σημείο αναφοράς της και να βγαίνει απ’ τη φυλακή της πραγματικότητάς της. Η αμφιταλάντευση του θεάματος ανάμεσα στην ποίηση και τη θεραπεία ολοκληρώνεται με τον μονόλογο της Λόρα, που ενώ στροβιλίζεται αλλάζοντας μόνο τη στάση των χεριών της και χωρίς να κάνει βήμα, μιλάει για τα παιδικά της βιώματα και καλεί και παίρνει μαζί της την Ανι στον δρόμο της εσωτερικής ελευθερίας που χάραξε.

INFO

Το 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας συνεχίζεται μέχρι την Κυριακή 23 Ιουλίου με καθημερινές παραστάσεις.