«Δυσάρεστη έκπληξη» χαρακτήρισε την απόρριψη από το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών του αιτήματος αποφυλάκισης της Ηριάννας Β.Λ., μέχρι τη δευτεροβάθμια δίκη της, ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής με παρέμβασή του χθες στη Βουλή, κατά τη διάρκεια απάντησης σε ερώτηση για άλλο θέμα της αρμοδιότητάς του.

Και δικαιολόγησε τη «δυσάρεστη έκπληξη» λέγοντας ότι «η στάση της αιτούσας, της Ηριάννας, καθ’ όλο τον χρόνο της υποδικίας της ήταν υποδειγματική καθώς τήρησε όλα τα μέτρα που της είχαν υποδειχθεί, αξιοποίησε όλα τα δικονομικά εργαλεία που της παρέχει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Οι πολίτες ζητούν ίσα μέτρα και ίσα σταθμά», υπογράμμισε ο Κοντονής θεωρώντας κατά την άποψή του, «τουλάχιστον περίεργο» το γεγονός ότι «ορισμένοι που έχουν καταδικαστεί σε πολυετείς ποινές έχουν απολαύσει το ευεργέτημα της αναστολής της ποινής, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτή της Ηριάννας, κατηγορούμενοι δεν πήραν το ευεργέτημα ούτε από το δικαστήρια ούτε από εφετείο»…

Με οριακό 3-2

Να πάρω όμως τα πράγματα από το πρωί. Ηταν μια κρίσιμη μέρα για την 29χρονη και τον 33χρονο συγκατηγορούμενό της, οι οποίοι πρόσφατα καταδικάστηκαν σε ποινή κάθειρξης για συμμετοχή στην υπόθεση των Πυρήνων της Φωτιάς, καθώς είχε φτάσει η ώρα να κριθεί η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής που είχαν καταθέσει, ζητώντας να αφεθούν ελεύθεροι μέχρις ότου η υπόθεσή τους, επί της ουσίας, κριθεί σε δεύτερο βαθμό.

Και για μία ψήφο η Ηριάννα αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στη φυλακή. Και εξηγούμαι: Τελικά, η πλειοψηφία των δικαστών του Πενταμελούς Εφετείου (3 μέλη) ακολούθησαν την αρνητική εισαγγελική πρόταση και είπαν «όχι» στην αποφυλάκιση των δύο κατηγορουμένων, ενώ οι άλλοι δύο δικαστικοί λειτουργοί ψήφισαν θετικά, έχοντας τη γνώμη ότι πρέπει να αντικατασταθεί η κράτησή τους με περιοριστικούς όρους.

Από νωρίς χθες το πρωί, μάλιστα, η αίθουσα του Εφετείου ήταν ασφυκτικά γεμάτη από αλληλέγγυους στα πρόσωπα των δύο κατηγορουμένων, οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξή τους στην υπόθεση που τους στερεί την προσωπική τους ελευθερία.

«Στερούμαι το όνειρό μου»

Η 29χρονη κατηγορούμενη, απευθυνόμενη στους δικαστές που κρατούσαν το κλειδί για την ελευθερία της, εξήγησε πως: «Η μισή μου ζωή είναι η ακαδημαϊκή μου καριέρα και η άλλη μισή η εργασία μου. Διδάσκω και στο διδασκαλείο και στους πρόσφυγες. Εργάζομαι για το e-learning, ενώ είμαι εκπαιδεύτρια σε ξένους φοιτητές για εξ αποστάσεως εκμάθηση ελληνικών. Ημουν έτοιμη να συνεχίσω να κατακτώ πράγματα, ώσπου όλα κόπηκαν. Λίγο πριν από την καταδίκη μου ήμουν έτοιμη να καταθέσω ένα πρόγραμμα για παιδιά. Ενα όνειρο που είχα από 19 χρόνων. Την 1η Ιουνίου μού στερήθηκε η ακαδημαϊκή μου διαδρομή, η εργασία μου, οι φίλοι μου, η οικογένεια. Η απουσία μου από αυτή την τάξη είναι σαν να μου στερούν 6 χρόνια μεταπτυχιακά. Είχα βεβαιότητα για την αθώωσή μου, ήξερα ποια είναι η αλήθεια, και ξαφνικά όλα χάθηκαν. Αισθάνθηκα –και δεν ξέρω αν πρέπει να το πω αυτό –προσβεβλημένη».

Στο πλευρό της βρέθηκαν και καθηγήτριές της από το πανεπιστήμιο, οι οποίες εκθείασαν όχι μόνο τις δυνατότητές της, αλλά και το ήθος και τον χαρακτήρα της.

Η δικαστική απόφαση, που έγινε δεκτή εν μέσω αποδοκιμασιών, δεν άφηνε περιθώρια ερμηνειών. Οι δύο κατηγορούμενοι, πάντως, μπορούν να επανέλθουν σύντομα με νέα αίτηση, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα καταφέρουν να έχουν την πλειοψηφία των δικαστών με το μέρος τους.