δεν έχουν περάσει ούτε δύο εβδομάδες από τότε που ο πρόεδρος Τραμπ παρουσίασε στη Βαρσοβία μια πρωτότυπη εκδοχή του δυτικού πολιτισμού. Ο αμερικανός πρόεδρος εξήρε την Πολωνία για τις μάχες που έδωσε πριν από πολλές δεκαετίες εναντίον του ναζισμού και του σοβιετικού κομμουνισμού, αλλά αναφέρθηκε ελάχιστα στις επιτυχίες της μετά το 1989. Μίλησε για τα πράγματα που κρατούν τη Δύση ενωμένη, όπως η κλασική μουσική και ο Θεός, αλλά έκανε μικρές μόνο αναφορές στη δημοκρατία. Μίλησε επίσης για τις απειλές εναντίον της Δύσης, αναφερόμενος σε κινδύνους «από τον Νότο ή την Ανατολή», καθώς και σε μια «καταπιεστική ιδεολογία», το εξτρεμιστικό Ισλάμ, που «προσπαθεί να εξαγάγει την τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό σε όλο τον πλανήτη».
Τις ημέρες που ακολούθησαν εκείνη την ομιλία, γράφει η γνωστή αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Αν Απλμπομ στην «Ουάσιγκτον Ποστ», οι εξελίξεις στη Βαρσοβία έδειξαν ότι ο Τραμπ έχει άδικο. Η Πολωνία δείχνει ότι η μεγαλύτερη απειλή για τη Δύση δεν προέρχεται από το ριζοσπαστικό Ισλάμ. Η μεγαλύτερη απειλή δεν είναι καν εξωτερική, αλλά εσωτερική. Στην Πολωνία, μια δημοκρατικά εκλεγμένη αλλά μη φιλελεύθερη κυβέρνηση έχει κλιμακώσει τις τελευταίες ημέρες την επίθεσή της εναντίον του ίδιου του Συντάγματός της, ψηφίζοντας νέους νόμους που έχουν σκοπό να δημιουργήσουν ένα πολιτικοποιημένο δικαστικό σώμα.
Και η κυβέρνηση της Πολωνίας πήρε θάρρος για να κάνει αυτά τα βήματα από την επίσκεψη του αμερικανού προέδρου.
Το κυβερνών Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης είναι ένα εθνικιστικό κόμμα με μικρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όχι όμως και λαϊκή πλειοψηφία, ούτε εντολή να αλλάξει το Σύνταγμα. Παρ’ όλα αυτά, από τότε που ανέλαβε την εξουσία, έχει βαλθεί να αποκτήσει μεθοδικά τον έλεγχο όλων των ανεξάρτητων θεσμών: των κρατικών μέσων ενημέρωσης, της Εισαγγελίας, του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το Δημόσιο έχει κομματικοποιηθεί. Και ο υπουργός Αμυνας, που ειδικεύεται στη συνωμοσιολογία, έχει αποπέμψει το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας του επαγγελματικού στρατού.
Την περασμένη εβδομάδα, λίγες μόνο ημέρες μετά την επίσκεψη του Τραμπ, η κυβέρνηση ψήφισε νόμο που κομματικοποιεί και το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο, το Σώμα που επιλέγει τους δικαστές. Κι ύστερα προχώρησε ακόμη περισσότερο: κατέθεσε στο Κοινοβούλιο ένα σχέδιο νόμου που, αν ψηφιστεί, θα επιτρέψει στον υπουργό Δικαιοσύνης, κατά παράβαση του Συντάγματος, να απολύσει αμέσως όλα τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας.
Οπως και στο παρελθόν, συνεχίζει η αμερικανίδα δημοσιογράφος, η Ευρώπη θα προβάλει τις αντιρρήσεις της. Μπορεί να επιβάλει και κυρώσεις στην Πολωνία. Αν και άλλοτε ήταν ένας πυλώνας της ευρωπαϊκής ενότητας –αρκεί να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι Πολωνός -, η χώρα αυτή αποτελεί σήμερα πηγή δυσαρέσκειας και οργής σε όλη την ήπειρο. Αν λοιπόν η Δύση ήταν ενωμένη στην καταδίκη της συμπεριφοράς της Πολωνίας, ίσως να υπήρχαν αποτελέσματα. Aλλά η επίσκεψη Τραμπ έστειλε το αντίθετο μήνυμα. Και ενθάρρυνε το Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης να απομονωθεί στην Ευρώπη, βέβαιο ότι έχει την υποστήριξη της Αμερικής.
Μπορούμε όλοι να φανταστούμε τις συνέπειες που θα έχει ένα υποταγμένο, φιλοκυβερνητικό δικαστικό σώμα. Θα επιτρέπει στην κυβέρνηση να «στήνει» εκλογικές αναμετρήσεις, να αποφεύγει έρευνες για διαφθορά, να διώκει τους αντιπάλους της. Και όλα αυτά έχουν σημασία. Για ένα τέταρτο του αιώνα, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και ο θρίαμβος της δημοκρατίας στην Κεντρική Ευρώπη θεωρούνταν σε όλο τον κόσμο ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Δύσης. Την τελευταία δεκαετία, η μετάβαση της Πολωνίας στη δημοκρατία ήταν αντικείμενο μελέτης σε όλο τον κόσμο, από τη Μιανμάρ μέχρι την Τυνησία και την Ουκρανία. Η απομάκρυνση της Πολωνίας από τη δημοκρατία θα υπονομεύσει λοιπόν όχι μόνο την ενότητα της Δύσης, αλλά και την ευρύτερη απήχηση που έχει η Δύση σε αυτές τις χώρες, επιτρέποντας σε άλλες «καταπιεστικές ιδεολογίες» από «τον Νότο ή την Ανατολή» να πάρουν τη θέση της.
Οταν ο Ντόναλντ Τραμπ εξελέγη πρόεδρος, καταλήγει η Απλμπομ, πολλοί εξέφρασαν την ανησυχία τους για τις συνέπειες που θα είχε το γεγονός αυτό στην παγκόσμια δημοκρατία. Πολλοί προέβλεψαν ότι θα ενθάρρυνε τα λαϊκιστικά, εθνικιστικά και μη φιλελεύθερα κόμματα τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού. Και αυτό ακριβώς συνέβη.