Διπλασιάστηκαν μέσα σε μία μόνο χρονιά τα κόκκινα δάνεια με καθυστέρηση άνω των δύο ετών, καθώς ολοένα και περισσότεροι δανειολήπτες, είτε από αδυναμία είτε από απροθυμία, παύουν να τα εξυπηρετούν. Ενώ στο τέλος του 2015 τα δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών αντιστοιχούσαν σε 28,7%, μέσα σε μόλις μία χρονιά, δηλαδή στο τέλος του 2016, εκτινάχθηκαν στο 52,3%.
Τάση που συνεχίστηκε για το σύνολο των κόκκινων δανείων (106,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016), ανεξαρτήτως διάρκειας καθυστέρησης, και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, όπως επισημαίνει σε έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στην πράξη αυτό δείχνει ότι μια μεγάλη μερίδα δανειοληπτών όχι μόνο έχει πάψει να εξυπηρετεί τα κόκκινα δάνεια που έχει (NPLs), αλλά και έχει σταματήσει να συνεργάζεται με τις τράπεζες προκειμένου να τα ρυθμίσει.
Το αναγνωρίζει και η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία επισημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης οφείλεται στη νέα γενιά δανειοληπτών που γεννήθηκε τη διετία 2015-2016 και έπαψε να εξυπηρετεί τα δάνειά της.
Εντονότερα επηρεάστηκε το χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων, όπου το ποσοστό καθυστέρησης άνω των δύο ετών φτάνει το 58%, ενώ στα επιχειρηματικά κινείται λίγο κάτω του 52% και στα καταναλωτικά στο 34%.
«Παρά τις θετικές προοπτικές (ανάπτυξης της οικονομίας), το σωρευμένο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εξακολουθεί να διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε στο τέλος του Μαρτίου 2017 στο επίπεδο του 45,2%» επισημαίνει η ΤτΕ. Το 2015, ωστόσο, τα κόκκινα δάνεια ανέρχονταν σε 44,2%, για να διαμορφωθούν σε 44,8% στο τέλος του 2016.