Το ιδιαίτερα αλμυρό επιτόκιο –σε επίπεδα πάνω 4% –που ζητούν οι ξένοι επενδυτές φαίνεται να αποτελεί το βασικότερο αγκάθι για την εσπευσμένη προσφυγή στις αγορές και την αιτία της αναβολής της για την ερχόμενη εβδομάδα, αν τελικά δεν επικρατήσουν στην κυβέρνηση άλλες πιο συντηρητικές σκέψεις.
Ανεπισήμως, κυβερνητικές πηγές απέδιδαν την αναβολή της έκδοσης του πενταετούς ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου στην ανάγκη να προηγηθεί η αυριανή συνεδρίαση του ΔΝΤ και η δημοσιοποίηση της έκθεσής του που –ως γνωστόν –θα χαρακτηρίζει μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Και αυτό –σύμφωνα με τις ίδιες πηγές –για λόγους αξιοπιστίας και προκειμένου οι ξένοι επενδυτές να λάβουν τις αποφάσεις τους έχοντας όλα τα δεδομένα στο τραπέζι. Ενα επιχείρημα που, ωστόσο, δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την κυβερνητική στροφή την τελευταία, ακριβώς, στιγμή και ενώ είχε ληφθεί η απόφαση να ανοίξει το βιβλίο προσφορών τη Δευτέρα (το αργότερο την Τρίτη) με το ακριβώς αντίθετο σκεπτικό: να αποφευχθούν οι όποιες αρνητικές παρενέργειες που θα προκαλούσε στις αγορές η έκθεση βιωσιμότητας του ΔΝΤ!
Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ S&P. Ολα δείχνουν ότι η αναμενόμενη πιστοληπτική αναβάθμιση της χώρας την ερχόμενη Παρασκευή από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poors (S&Ρ) σε συνδυασμό με τις έντονες επιφυλάξεις που εξέφρασε μία μεγάλη μερίδα κυβερνητικών στελεχών σε μια εσπευσμένη έκδοση με υψηλό επιτόκιο, έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της αναβολής. Και αυτό, με την ελπίδα ότι παράλληλα με την αναβάθμιση από τη S&P, η συνέχιση της μείωσης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά θα δημιουργήσει τις συνθήκες για ένα καλύτερο αποτέλεσμα το επόμενο διάστημα. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε τηλεγράφημά του το πρακτορείο Reuters ανέφερε χθες ότι οι επενδυτές προσδοκούν πως η Ελλάδα θα βγει στις αγορές για να αντλήσει 3 δισ. ευρώ με πενταετές ομόλογο του Δημοσίου, όταν το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο μειωθεί κάτω από το όριο του 5%. Κατά το δημοσίευμα, αυτό είναι θέμα χρόνου. Σήμερα, πάντως, η απόδοση των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου είναι 5,25%.
Αλλωστε, από την πρώτη στιγμή που έγιναν γνωστοί οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί για άμεση προσφυγή της χώρας στις αγορές, τόσο ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας όσο και διεθνείς αναλυτές κύρους εξέφρασαν τις σοβαρές επιφυλάξεις τους για το εγχείρημα αυτό. Ο πρώτος δήλωσε ότι είναι νωρίς ακόμη για κάτι τέτοιο, ενώ ο επικεφαλής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ντάνιελ Γκρος χαρακτήρισε λάθος στην έξοδο στις αγορές με τόσο υψηλό επιτόκιο.
Σε ένα τέτοιο κλίμα και με ονομαστικό επιτόκιο από τη συγκεκριμένη έκδοση λίγο κάτω από το επίπεδο του 4,95%, που ήταν η απόδοση του ομολόγου του 2014 επί κυβέρνησης Σαμαρά, εκτιμάται ότι η κυβέρνηση θα αντιμετώπιζε αυξημένο βαθμό δυσκολίας για να εμφανίσει το αποτέλεσμα της έκδοσης ως επιτυχία. Και ακόμη περισσότερο, καθώς η πραγματική σύγκριση σε ό,τι αφορά το κόστος δανεισμού τότε και σήμερα θα πρέπει να γίνει λαμβάνοντας υπόψη τα σπρεντ ανάμεσα στα ελληνικά και στα γερμανικά ομόλογα. Το 2014, πριν αρχίσει η ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι, τα γερμανικά επιτόκια ήταν υψηλότερα από τα σημερινά. Γεγονός που σημαίνει ότι η οποιαδήποτε σημερινή έκδοση ελληνικών πενταετών ομολόγων θα πρέπει να οδηγήσει σε απόδοση αρκετά χαμηλότερη από το 4,95% του ομολόγου του 2014 για να είναι σε πραγματικούς όρους φθηνότερη, δηλαδή κάτω από 4,25%.
Σύμφωνα με το τηλεγράφημα του Reuters, που επικαλείται ευρωπαίους αξιωματούχους, η αποκατάσταση της σταθερής πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές δεν θα κριθεί μόνο από μία έκδοση, «ούτε είναι μια διαδικασία που θα επιτευχθεί σε ένα βράδυ», όπως χαρακτηριστικά λένε. Θα απαιτήσει μια σειρά από επιτυχημένες διαδοχικές πωλήσεις ομολόγων στους ξένους επενδυτές. Με τον τρόπο αυτό άλλωστε θα επιδιωχθεί να δημιουργηθεί ένα μαξιλάρι ρευστών διαθεσίμων (γύρω στα 9 δισ. ευρώ) που θα λειτουργεί ως ασφάλεια όταν ολοκληρωθεί το υφιστάμενο πρόγραμμα (τρίτο Μνημόνιο) και η Ελλάδα θα πρέπει να καλύπτει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές. Αυτό προϋποθέτει, σύμφωνα με το δημοσίευμα, εκδόσεις ομολόγων διαφορετικής χρονικής διάρκειας έως τον Αύγουστο του 2018 που λήγει το πρόγραμμα.
ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ. Παράλληλα όμως, σημειώνει το τηλεγράφημα, υπάρχει ανησυχία στους κόλπους των ευρωπαίων δανειστών για το ενδεχόμενο η έξοδος στις αγορές να οδηγήσει σε εφησυχασμό από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης και σε πισωγυρίσματα σε ό,τι αφορά την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί. Και αυτό, όπως σημειώνεται, καθιστά αναγκαία την επέκταση –μετά το τέλος του προγράμματος –της επίσημης χρηματοδοτικής βοήθειας προς την Ελλάδα με όρους που αφορούν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Πρόκειται για τη λεγόμενη προληπτική γραμμή πίστωσης που μπορεί να διατεθεί από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), η οποία πάντα συνοδεύεται από συγκεκριμένες υποχρεώσεις για εφαρμογή μεταρρυθμίσεων ή παρακολούθησης των ήδη συμφωνηθέντων.
Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία όταν βγήκαν από τα Μνημόνια αρνήθηκαν να δεχθούν τέτοιες γραμμές πίστωσης. Ομως, το τηλεγράφημα καταλήγει σημειώνοντας ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί να ζητήσει μια τέτοια γραμμή προληπτικής πίστωσης, μέτρο που μπορεί να είναι πολιτικά μη αποδεκτό από την Αθήνα, αλλά χρήσιμο για τους δανειστές, προκειμένου να διατηρούν τον έλεγχο σε ό,τι αφορά την εφαρμογή, τουλάχιστον, των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων για την περικοπή των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου το 2020.