Οποιος ασκεί κριτική στην αξιοπιστία του άλλου οφείλει να είναι ο ίδιος αξιόπιστος. Με αυτό το κριτήριο, η ανάλυση της σημερινής οικονομικής κατάστασης πρέπει να εκκινήσει από την παραδοχή ότι το κλείσιμο της αξιολόγησης, το τέλος της υπαγωγής στη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, η πτώση των spreads σε επίπεδα 2014 και η επικείμενη έξοδος στις αγορές συνιστούν θετικές εξελίξεις, αφού δείχνουν τον δρόμο προς την κανονικότητα. Ομως τα καλά νέα σταματούν εκεί, αφού, αν κοιτάξει κανείς κάτω από την επιφάνεια, θα διαπιστώσει ότι η κανονικότητα είναι πολύ μακριά και η ανάπτυξη ακόμα μακρύτερα.
Η αξιολόγηση «έκλεισε» χωρίς στην ουσία να κερδηθεί κάτι, αφού χάθηκε χρόνος και χρήμα, δεν λήφθηκε καμία θετική απόφαση για το χρέος, έσφιξαν κι άλλο –πέρα ίσως από το σημείο κοινωνικής αντοχής –τα δημοσιονομικά λουριά, παγιώθηκαν υπερβολικά υψηλά, και εντελώς αντι-αναπτυξιακά, πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ οι όποιες «μεταρρυθμίσεις» αφήνονται ψηφισμένες και ανεφάρμοστες. Η άρση της εδικής επιτήρησης για υπερβολικό έλλειμμα έχει συμβολική και λογιστική μόνο αξία, αφού το μικρό πρωτογενές πλεόνασμα βασίστηκε αποκλειστικά στη φορολόγηση, πιστώνεται δηλαδή στον ελληνικό λαό και καθόλου στην κυβέρνηση, είχε ως συνέπεια το σφίξιμο της θηλιάς στην πραγματική οικονομία, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η υπαγωγή στην πολύ πιο αυστηρή επιτήρηση που ισχύει για τις χώρες σε πρόγραμμα, δηλαδή μόνο για την πατρίδα μας, που μπήκε πρώτη και κανείς δεν ξέρει αν και πότε θα βγει. Η πτώση των spreads αντανακλά βελτίωση των δεικτών, μόνο που μας φέρνει πίσω στο 2014, μόλις πριν αναλάβει η παρούσα κυβέρνηση, και με χαμηλωμένο, εξαιτίας της παρούσας κυβέρνησης, τον πήχη των προσδοκιών και της αξιοπιστίας. Ο δε χρονισμός της σχεδιαζόμενης εξόδου στις αγορές δείχνει ότι στηρίζεται σε επικοινωνιακές –αλλά φευ διάτρητες –βάσεις: ενώ επιχειρείται «απελευθερωτικό» αφήγημα («στεκόμαστε επιτέλους στα πόδα μας»), είναι σαν να παραδέχεται η κυβέρνηση ότι 2015-2017 υπήρξαν χαμένα χρόνια για την οικονομία, ενώ συγχρόνως αφαιρεί το «αριστερό» της προσωπείο θέτοντας τις επάρατες αγορές σε θέση ιερού στόχου και υπέρτατου κριτή.
Η έξοδος αυτή μπορεί να δώσει, υπό προϋποθέσεις, μια δυναμική αλλά παρουσιάζει δυσανάλογους κινδύνους –δεν είναι τυχαίο ότι πολιτικοί παράγοντες (πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επίτροποι Οικονομικών και Προϋπολογισμού) μας προτρέπουν να τη δοκιμάσουμε, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των οικονομολόγων και των πραγματικών «παικτών» (διοικητής Τραπέζης της Ελλάδος, πρόεδρος ESM) τη θεωρούν πρόωρη και χωρίς αντίκρισμα. Με δεδομένο ότι τα επιτόκια της αγοράς για το ελληνικό ομόλογο θα είναι σε κάθε περίπτωση αισθητά μεγαλύτερα από αυτά που πληρώνει η χώρα μας για να δανείζεται μέσω «προγράμματος», αυτό που έχει σημασία δεν είναι η σχετικά ασφαλής, λόγω προσυνεννόησης και ελκυστικού επιτοκίου, απορρόφηση ενός μικρού ποσού από τις αγορές, αλλά το να μην εξελιχθεί η δοκιμαστική έξοδος σε μπούμερανγκ: θα ήταν πολύ ειρωνικό να πουν οι δανειστές σε μια γονατισμένη χώρα «αφού καταφέρνετε μόνοι σας να έχετε πλεονάσματα και να βγαίνετε στις αγορές, συνεχίστε μόνο με τις αγορές». Σε αυτή την περίπτωση τόσο η ανάπτυξη όσο και ο διακανονισμός του χρέους θα έμπαιναν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Και θα ήταν πολύ μικρή παρηγοριά ότι τη συνέχεια της ιστορίας θα είχε να τη διαχειριστεί μια άλλη κυβέρνηση.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος