Το θέμα δεν είναι οι επί ετησίας βάσεως επετειακοί αφορισμοί και τα αναμηρυκαζόμενα στερεότυπα όσον αφορά το σιαμαίο εγκληματικό εγχείρημα που κατέστρεψε την Κύπρο κι εταπείνωσε τον Ελληνισμό.
Πραξικόπημα δηλαδή και εισβολή. Ως αλληλοπριμοδοτούμενα. Ούτε η περιστασιακή εκδήλωση εθνικής οργής και ο εξορκισμός των υποσυνειδήτων ενοχών και τύψεων που επεσωρεύθησαν ως αποτέλεσμα. Και που φυσικά τείνουν με συνδρομή του χρόνου και του συνακόλουθου εθισμού, ν’ αλλοιωθούν. Και να υποτραπούν.
Το θέμα είναι η (το ταχύτερο) αποσόβηση του επιλόγου εκείνου, που θα εδικαίωνε νομιμοποιώντας όσα επεχειρήθησαν και βιαίως επεβλήθησαν. Από εκείνους που συμπράττοντας οδήγησαν στην εδαφική κρεούργηση και τελικά στη δυνάμει προτεκτορατοποίηση της Κύπρου από την Τουρκία. Προάγοντας το αποσχιστικό μόρφωμα των κατεχομένων ως μείζον στρατηγικό προγεφύρωμα για τα περαιτέρω. Που συνοψίζονται στην αυτόδηλη επιθυμία της Αγκυρας για κηδεμονία της σύνολης περιοχής.
Η αποφράδα της 20ής Ιουλίου που σηματοδοτείται και φέτος με πάχυνση συνθημάτων κι επανάληψη αγωνιστικών διαβεβαιώσεων, δεν είναι απλώς αναφορά μνήμης, αλλά κυρίως δέσμευση αντιστάσεως με όρους ρεαλιστικής εθνικής πολιτικής. Για έναν, δηλαδή, τουλάχιστον έντιμο (κι επομένως αποδεκτό) ιστορικό συμβιβασμό. Τίποτα περισσότερο. Και τίποτα λιγότερο.
Ιδιαίτερα καθώς στις επόμενες μέρες (24 Ιουλίου) ο Ελληνισμός θα εορτάσει την ευφρόσυνη επέτειο παλινορθώσεως της δημοκρατίας. Η οποία και συνετελέσθη επί των κυπριακών ερειπίων και του αίματος. Και που σήμερα, σαράντα τρία χρόνια μετά, ενώ η δημοκρατία εδραιώθηκε, παραμένει ανεξόφλητο το τιμολόγιο της εθνικής ταπεινώσεως. Με το οποίο η προδοσία της χούντας υποθήκευσε το έθνος των Ελλήνων. Και της οποίας το αποτέλεσμα είναι η εγκάρσια αιμορροούσα ουλή, που τέμνει το σώμα της Κύπρου.