Με τον θάνατο του Κώστα Μουρσελά ο τόπος έχασε έναν ακόμη από τους «πατέρες» του. Και δυστυχώς κάθε τόσο η νομοτέλεια του θανάτου μάς στερεί «πατέρες». Εφυγαν ο Καμπανέλλης, ο Καρράς, ο Ζιώγας, ο Μάτεσις, ο Τσικληρόπουλος, ο Ευθυμιάδης, περίπου οι μισοί από τους σπουδαίους μετακαμπανελλικούς συγγραφείς. Οι αναγνώστες μου γνωρίζουν πόσο τιμώ τους συγγραφείς που συνέχισαν την παράδοση, που δεν ήταν μικρή, γράφοντας δράματα και φαρσοκωμωδίες, είδη που θεωρώ ισότιμα με την άλλη παράλληλη δραματουργία.

Αλλά η γενιά που εγκαινίασε ο Καμπανέλλης και λίγο πριν από αυτόν ο Περγιάλης ερχόταν από άλλη κοιλάδα δακρύων, από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων, από τις εξορίες, από τη μετανάστευση και από την ελληνική επαρχία που διχάστηκε με μια αιμάτινη γραμμή στον Εμφύλιο. Ο Μουρσελάς, γέννημα και θρέμμα του Πειραιά, πέρασε την εφηβεία του μέσα στο μίσος και τον αλληλοσπαραγμό του Εμφυλίου και έχασε τη δουλειά του (δημόσιος λειτουργός) από τη χούντα το 1969. Εκείνη τη σημαδιακή χρονιά, σε ηλικία 37 ετών, κάνει τα τραύματά του γραφή και σκηνική εικόνα. Το λεγόμενο εμπορικό και ελεύθερο θέατρο δεν εκτιμούσε τότε τη θεατρική πρωτοπορία. Οι άνθρωποι που ένιωθαν πως μέσω της σκηνικής έκφρασης μπορούσαν να εκφράσουν τις τραυματικές τους (Αλβανικό, Κατοχή, Εμφύλιος, ήττα της Αριστεράς και εγκαθίδρυση της κοινωνίας των εργολάβων, των εθνοκαπήλων, των κατηχητικών σχολείων, των ματσωμένων δωσιλόγων και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων) ανεπούλωτες πληγές. Κι από την άλλη, μια αλληλοσπαρασσόμενη Αριστερά όπου οι ηγέτες εναλλάσσονταν κατηγορώντας τους προηγούμενους για προδότες, καταδότες και ρεβιζιονιστές. Η Ελλάδα προσπαθώντας να ορθοποδήσει αιμάσσουσα σφάδαζε ανάμεσα στους Σούρληδες και στην κομμένη εκτεθειμένη κεφαλή του Βελουχιώτη, όταν η Αριστερά οδηγούσε στην αυτοκτονία τον Ζαχαριάδη, εκτελούσε στα μουγκά τον Καραγιώργη και δεν βρισκόταν πουθενά το σκήνωμά του και κατήγγελλε για χαφιέ, όταν το καθεστώς τον εκτελούσε, τον Νίκο Πλουμπίδης.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα κι ενώ κάθεται στον σβέρκο ενός εξουθενωμένου λαού το χουντικό συνονθύλευμα, εμφανίζονται ο Μουρσελάς και οι συνοδοιπόροι του. Μέσω της σκηνής του θεάτρου που σε εποχές κρίσης (μετά το 1897, στους Βαλκανικούς, στη Μικρασιατική Καταστροφή, στην Κατοχή) έγινε άλλοτε φανερά άλλοτε κρυπτικά ο τρόπος να διοχετεύονται στον Ελληνα η κριτική για τα ήθη, οι τριγμοί των θεσμών, τα τραύματα της συνείδησης, η χωλή του εκπαίδευση, η ιδεολογική του σύγχυση και ο στρεβλός αξιακός του άξονας.

Το έργο, το σύνολο του Μουρσελά, θα ταξινομηθεί, θα αξιολογηθεί και θα ενταχθεί στον νεοελληνικό λογοτεχνικό και θεατρικό κανόνα. Υπάρχουν ειδικοί που θα τον μελετήσουν απροκατάληπτα και θα τον τεκμηριώσουν. Τώρα που μόνο λίγες μέρες μάς χωρίζουν από την εκδημία του θα σταθμεύσω στις ομολογουμένως μεγάλες συγγραφικές του επιδόσεις.

Υπάρχει ένα θέμα κυρίαρχο μέσα στο έργο του Μουρσελά που δεν μπορεί να μην το προτάξει κανείς. Αν θέλετε, πρώτος το προσέγγισε ο μεγάλος Θουκυδίδης. Οταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, διαπιστώνει πως μέσα στην πολιορκημένη για δέκα χρόνια Αθήνα άλλαξαν άρδην τα ήθη. Αλλαξαν και οι σημασίες των λέξεων! Οι λέξεις τιμή, κέρδος, αλληλεγγύη, φιλία, έρωτας έπαψαν να σημαίνουν ό,τι σήμαιναν στην ειρήνη. Τώρα είχαν αλλοιωθεί και μεταμορφωθεί σε τέρατα, δηλώνοντας συμφέροντα, υποκρισία, εκμετάλλευση, παγίδευση, συκοφαντία, διασυρμό.

Ο έρωτας είχε χάσει πλέον την παλιά συναισθηματική του και θυσιαστική του προσφορά και είχε καταντήσει δούρειος ίππος. Αυτό το σύνδρομο κυριαρχεί στα περισσότερα από τα έργα του Μουρσελά. Ο Κώστας, ο φίλος και συνοδοιπόρος συζητητής, ήταν ένας προδομένος ρομαντικός, πίστευε στη φιλία, στην ερωτική αλληλοεκτίμηση, στη θυσία του συντρόφου για να σωθεί ή να επιβιώσει ή να παρηγορηθεί ο σύντροφος.

Και συναντούσε μια κοινωνία που πρόδιδε, υπονόμευε, μπλοφάριζε, εθελοτυφλούσε.

Στο έργο του «Μαχαίρι στο κόκαλο» ένας σύζυγος διαπιστώνει ότι η συμβία του διατίθεται σε άλλες αγκαλιές και η πουριτανική του ιδεοληψία φοβάται την κοινωνική χλεύη. Αλλά όταν αποδεσμεύονται των δύο συζύγων οι πικρές αλήθειες, αποδεικνύεται πως ο σύζυγος είχε ωθήσει τη συμβία του στη μοιχεία για να καρπωθεί οφέλη στην υπηρεσία του! Ολοι, βέβαια, δικαιολογούν την παρέκκλιση αναθεματίζοντας την Ανάγκη. Πολλά χρόνια πριν ανέβει στην Αθήνα το έργο του Γκέλμαν «Πρόσωπο με πρόσωπο» (ή «Και τώρα οι δυο μας»), είχε συλλάβει πως ένα από τα πρώτα θύματα της Ανάγκης ανεξαρτήτως πολιτικού συστήματος (καπιταλισμός ή σοσιαλισμός) είναι ο έρωτας που από δεσμός ψυχών και σωμάτων γίνεται εμπόριο ή συναλλαγματική.

Το αριστούργημα του Μουρσελά στο θέατρο είναι το «Ενυδρείο», ένα έργο πικρό, θα έλεγα το πρώτο κριτικό φραγγέλιο που μαστιγώνει τη μεταπολεμική βουλιμία και προοιωνίζεται τη μεταδιδακτορική εξουσιομανία της Αριστεράς.

Ενας παλιός μακρονησιώτης που δεν συμβιβάστηκε και (γνωρίσαμε δεκάδες όλοι, προσωπικά εγώ έχω εκατοντάδες βιβλία με δόσεις από τέτοιους περιφερόμενους δοσάδες) γυρίζει στην επαρχία ως παραγγελιοδότης, φτάνει σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη και επισκέπτεται παλιό φοιτητικό σύντροφο της εποχής του «114» και των διαδηλώσεων για «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» και Κυπριακό. Και πέφτει από τα σύννεφα όταν στο υπερμοντέρνο σαλόνι του παλιού συναγωνιστή συναγελάζονται πάσης φύσεως λαμόγια, αεριτζήδες, μεγαλοδικηγόροι της διαπλοκής, κυρίες εκδιδόμενες επί χρήμασι ή επί θέσεσι συζύγων, ακόμη και παλιοί πολιτικοί αντίπαλοι και χουντικοί παράγοντες. Ολοι εν αγαστή συμπνοία. Σαν τα χρυσόψαρα μέσα στη γυάλα, στην κοσμάρα τους, ασυνείδητοι και γελοίοι και βέβαια επικίνδυνοι αν τολμήσεις να τους αναφέρεις το αγωνιστικό παρελθόν.

Ο Παρατηρητής (στην παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο Χαραλάμπους –έξοχη) παιζόταν από τον μακαρίτη Γιώργο Τσιτσόπουλο που εκτός από το τάλαντο έφερε και τη δική του προσωπική φόρτιση στον ρόλο.

Το ίδιο θέμα του ερωτικού εμπορίου χάριν κοινωνικής ανέλιξης επεξεργάστηκε ο Μουρσελάς και στους «Φίλους». Εδώ πια η εξυπηρέτηση γίνεται με τη μεσολάβηση φίλου, ο οποίος ως εραστής της συζύγου γίνεται λόγω εθισμού πλέον και μεσάζων προς τον μεγαλοπαράγοντα του οποίου ο σύζυγος χρειάζεται την εύνοια! Ο Μουρσελάς όμως μας χάρισε και μια εξαίσια πινακοθήκη Νεοελλήνων της μεταπολεμικής γενιάς στο μυθιστόρημά του «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά»! Είχα τη χαρά να το παρουσιάσω στην πρώτη μεγάλη επέτειο και της εμπορικής του κυκλοφορίας. Αναφέρθηκα σε πινακοθήκη και το εννοώ. Είναι μια ποικιλία ηθικών, ανήθικων, ανίδεων, ιδεοληπτικών, αθώων και εγκληματικών συνανθρώπων μας της διπλανής πόρτας που πηγάζουν από την κουτσή εκπαίδευση, τον κομματικό φανατισμό, την εμφύλια κατάρα και τη δανειοδοτούμενη φανερή ή κρυφή ανάπτυξη. Ο Μουρσελάς στο μυθιστόρημα αυτό χάρισε στη λογοτεχνία μας έναν ολοκληρωμένο, έξοχο, αντιφατικό (όπως όλοι μας), μεταπολεμικό (μόνο άραγε;) συμπολίτη μας, τον Λούη –ρισκάρω να γράψω πως ο Λούης, ο Καραμάνος του «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση και ο Μιχάλης των «Ακυβέρνητων πολιτειών» του Τσίρκα είναι χαρακτήρες που μόνο με τους ανάλογους του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού κατόρθωσε να διαθέτει η λογοτεχνία μας.

Τελειώνοντας, δεν γίνεται να μην αναφερθώ στο πιο αναρχικό κείμενο του Μουρσελά εν μέσω χούντας, το «Εκείνος και εκείνος», όπου ο Μιχαλακόπουλος και ο μακαρίτης Διαμαντόπουλος σατίρισαν με οίστρο ροϊδικό το μόνο σωσίβιο που διέθετε πάντα ο Ελληνας από την εποχή του Ομήρου, τη χλεύη. Ο Βάρναλης το είπε εύστοχα στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη»: «Κρίνω θα πει κοροϊδεύω». Τα κείμενα του Μουρσελά είναι το μάθημα του εκάστοτε μέλλοντός μας.