Θα φανταζόταν κανείς πως ένα βιβλίο όπως η «Ερυθρόλευκη τρέλα» του Κώστα Κρεμμύδα, σε περίπτωση που μεταφραζόταν, δεν θα έλεγε απολύτως τίποτε σ’ έναν αλλόγλωσσο αναγνώστη –για παράδειγμα Νοτιοαμερικάνο ή Αυστραλό -, η γλώσσα του δηλαδή θα ήταν μικρής, ασθενικής εμβέλειας. Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Αισθάνεσαι τη γλώσσα του τόσο πλούσια και χυμώδη, ώστε όσο αμήχανος ή απορημένος κι αν θα έμενε ο αναγνώστης που αναφέραμε, θα καταλόγιζε στον εαυτό του το σχετικό σφάλμα, αν βέβαια η μετάφραση διέσωζε σημαντικά στοιχεία της πρωτότυπης γλώσσας. Χώρια που θα επειγόταν να μάθει ελληνικά προκειμένου να οικειωθεί άμεσα περιστατικά στα οποία, όπως στις μεγάλες πεζογραφικές τοιχογραφίες, η πιο σκληρή, ή μυστική, πραγματικότητα μεταστοιχειώνεται σ’ ένα παραμύθι, ώστε ακόμη κι αν την έχει ζήσει ή πληροφορηθεί ως ένα συγκλονιστικό γεγονός, όπως την εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη, να σου μοιάζει με κομμάτι μιας αφηγηματικής σύνθεσης.
Μα είναι δυνατόν σε ένα βιβλίο όπως «Η Ερυθρόλευκη τρέλα», που βασικός του άξονας παραμένει ένα κομμάτι ιστορίας της ποδοσφαιρικής ομάδας Ολυμπιακός (κυρίως της δεκαετίας του 1960-1970) να συνυπάρχουν το ζαχαροπλαστείο της οδού Αιόλου «Κρίνος», το Ιστορικό Αρχείο στην οδό Θουκυδίδου στην Πλάκα, το έργο του Γιάννη Τσαρούχη «Ο Ευγένιος Σπαθάρης ως άγγελος στην αποθέωση του Αθανασίου Διάκου», ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν που θεωρούσε το αεράκι στον λόφο του Κολωνού υπέρτερο εκείνου των Ελβετικών Αλπεων, η Ζωζώ Σαπουντζάκη στα βραβεία του Ιδρύματος Μπότση, ο Μήτρογλου κι ο Φουρτούνης, ο Φίλιπ Ροθ, ο Πέτρος Μάρκαρης και ο Χρήστος Χωμενίδης ή τέλος ο Ωνάσης –στα μέσα της δεκαετίας του ’60 –που ξεκινούσε χαράματα για την παραλιακή «Νεράιδα» προκειμένου ν’ απολαύσει κατ’ ιδίαν τις πενιές του Γιώργου Ζαμπέτα; Αν οι ελάχιστες «λεπτομέρειες» και τα εξίσου λίγα ονόματα που σημειώσαμε, σε σχέση με τα καταχωρισμένα στο βιβλίο, βρίσκουν αμέσως τη θέση τους, οσοδήποτε πλατιά ή με συντομία κι αν εξιστορούνται, στο κάδρο της νεοελληνικής ζωής, όπως το φιλοτεχνεί ο Κώστας Κρεμμύδας στην «Ερυθρόλευκη τρέλα», είναι κυρίως γιατί ο αυθορμητισμός μιας αβυθομέτρητης μνήμης δεν αυτολοκρίνεται, ακόμη κι όταν θα μπορούσε να εκθέσει το υλικό της ως μη επιβεβαιωμένο, αμφίβολο.
Ομφαλός της Γης
Για όποιον θα αναρωτιόταν πώς συμβαίνει, μαζί με την «τρέλα» του Κώστα Κρεμμύδα για τον Ολυμπιακό, στον ίδιο βαθμό να γνωρίζουμε τον Κολωνό –γενέτειρα του συγγραφέα –ως ομφαλό της Γης, ενώ η θρυλική ποδοσφαιρική ομάδα δεν είχε ποτέ αγωνιστεί στο έδαφός του, η απάντηση είναι πως ο Κολωνός τον ενδιαφέρει τόσο σε σχέση με το απώτατο παρελθόν του όσο και με το πιο ζωηρό παρόν του, γιατί στον Κολωνό γεννήθηκε και φούντωσε η αγάπη για την πειραϊκή ομάδα. Ετσι, όταν ως πρόλογο στο κεφάλαιο «Στο ωραιότερο μέρος της γης, στον Κολωνό, στο άβατο άλσος του θεού», διαβάζουμε ένα εκτεταμένο απόσπασμα από τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, σε μετάφραση του Δ.Ν. Μαρωνίτη, ενώ οι πληροφορίες που μας δίνονται είτε αναφέρονται στην ονομασία του Κολωνού ως «Ιππιου» είτε στον αθηναίο αστρονόμο και γεωμέτρη Μέτωνα, που ανέβαινε συχνά στον Κολωνό για να κάνει τις αστρονομικές του παρατηρήσεις, αισθάνεσαι το νήμα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν τόσο αμερόληπτα πολυδύναμο, ώστε άκρως λυρικές να ακούγονται οι αποστροφές είτε πρόκειται για τη θεία Ρουμπίνη που αγόραζε το θυμιατό από τα κηροπλαστεία του Ψυρρή είτε για τον λαϊκό τραγουδιστή Μανόλη Αγγελόπουλο που τραγουδούσε σε αναψυκτήριο του Κολωνού. Ωστόσο, οι «συγγένειες» που αναδεικνύονται μέσα στις σχεδόν διακόσιες σελίδες της «Ερυθρόλευκης τρέλας» που τις κοσμεί ένα έξοχο εξώφυλλο της ζωγράφου Ειρήνης Κανά, είναι πολύ πιο υπόγειες, με χαρακτηριστικότερη ίσως την αναγνώριση της οδού Αλαμάνας στη γειτνίασή της με την οδό Τυρνάβου, όταν στην περιοχή που φέρει το όνομα της πρώτης, ο Αθανάσιος Διάκος έζησε τον μαρτυρικό του θάνατο, ενώ στην οδό Τυρνάβου στραγγαλίστηκε, τον Αύγουστο του 1988, ο Κώστας Ταχτσής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είναι πολλά τα ποιήματα που θα έχουν γραφεί, με άμεση ή έμμεση αναφορά, για τον Κολωνό (σημειώνουμε το ποίημα του εξαίρετου ποιητή Τάσου Γαλάτη «Αόρατος Κολωνός» ), όπως πολύ περισσότερα, αναντίρρητα, θα είναι τα ποιήματα που έχουν γραφεί για το ποδόσφαιρο (αλλά και διηγήματα, για παράδειγμα ο «Ντουζλαμάς», στο έξοχο βιβλίο του Γιώργου Γκόζη «Ο νυχτερινός στο βάθος»). Με χαρακτηριστικότερο το ποίημα του Θεσσαλονικιού Ανέστη Ευαγγέλου που έχει ως τίτλο το όνομα του συντοπίτη του πεζογράφου Τόλη Καζαντζή, παρομοιάζοντάς τον μ’ ένα ποδοσφαιριστή, ενώ προσπαθεί ν’ αποφύγει το γκολ του θανάτου, ποίημα που ανεβάζει το άθλημα του ποδοσφαίρου, το χαρακτηρισμένο και ως το «όπιο του λαού», σε μια περιωπή που κάνει να διαβάζεται ως κάτι απολύτως νόμιμο και συγκινητικό ένα απόσπασμα του Κώστα Κρεμμυδά που λέει: «Ποίηση και ποδόσφαιρο, δύο παράλληλοι άθλοι. Εκτίθεσαι δημόσια, γιουχάρεσαι και λοιδορείσαι. Ματαιοπονείς και μάχεσαι με το αδύνατο γιατί δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ωραία ποιήματα ακόμα κι αν είσαι η Κική Δημουλά, αλλά ούτε και να σκοράρεις πάντα. Μάρτυς μου ο Μαραντόνα. Και βέβαια το ποδόσφαιρο είναι συχνά αυτοκαταστροφικό σπορ όπως και ο έρωτας. Γιατί ο έρωτας, κι ας λέει ο Λυσίας στον “Φαίδρο”, είναι ανιδιοτελής σαν το ποδόσφαιρο».
Γλυκό μπέρδεμα
Ωστόσο αν κάτι παραμένει ακόμη πιο εντυπωσιακό στην «Ερυθρόλευκη τρέλα» είναι –πώς αλλιώς να τον χαρακτηρίσει κανείς; –ο ασυμπλεγμάτιστος τρόπος γραφής του Κώστα Κρεμμύδα, αφού χωρίς «όλα να μπερδεύονται γλυκά», κατά τον τρυφερό στίχο της Μελίνας Τανάγρη, θα μπορούσε να τον παρομοιάσει κανείς με τη λειτουργία των συγκοινωνούντων δοχείων, μια και τοποθετεί στην ίδια σειρά τον Νίκο Γόδα, τη Μαρίκα Νέζερ και τον Κώστα Χατζηχρήστο. Αϊβαλιώτης ο πρώτος, μεσοεπιθετικός στον Ολυμπιακό, στα 22 του χρόνια, αφού είχε περάσει από τον «Κεραμεικό» των Καμινίων, πρωταγωνιστής στην περίφημη νίκη του επί των Βάζελων με 5-2 τα Χριστούγεννα του 1943, εντάχθηκε στο ΚΚΕ, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση κι όταν εκτελέστηκε ως κομμουνιστής στις 19 Νοεμβρίου του 1948 στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας, η τελευταία του επιθυμία ήταν να φοράει τη φανέλα του Ολυμπιακού όταν θα τον σκοτώσουν, ενώ εξίσου ζωντανές ως φιγούρες προβάλλουν η Νέζερ να ανηφορίζει τη Βοσπόρου στη συμβολή της με τη Δράμας (στον Κολωνό), κι ο Χατζηχρήστος να κατεβαίνει την Κρέοντος (επίσης στον Κολωνό) σε γύρισμα ταινίας, ντουμπλαρισμένος ωστόσο από τον Ντίνο Κατσουρίδη, καθώς ο γνωστός και ως «μπακαλόγατος» δεν ήξερε ποδήλατο στα 1963. Με μια ακόμη πιο εντυπωσιακή συνύπαρξη στην «Ερυθρόλευκη τρέλα» αυτή του Γιώργου Σεφέρη με το λαϊκό περιοδικό «Φαντάζιο» και το αντίστοιχο χριστιανικό «Η φωνή του Κυρίου».
Κι ενώ μια λεπτότατη ειρωνεία κυριαρχεί σε όλες τις σελίδες του βιβλίου, καθώς επισημαίνονται κάθε λογής αντιφάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας, μόνο για την περίοδο της χούντας και για τις διαψεύσεις που επιφύλαξε στα πρόσφατα χρόνια η Αριστερά στους ανθρώπους της ο Κώστας Κρεμμύδας γίνεται εξαιρετικά καυστικός. Κυρίως όταν θυμίζει ότι από το 2010 είχε πει ο ίδιος πως «ο Τσίπρας είναι η Αλίκη Βουγιουκλάκη της Αριστεράς», προσθέτοντας τώρα πως όχι μόνον δικαιώθηκε, αλλά και ότι «η Βουγιουκλάκη αποδείχτηκε σοβαρότερη και εντιμότερη στη ζωή και την τέχνη της».
Κώστας Κρεμμύδας
Ερυθρόλευκη τρέλλα
Κόκκινες τουλίπες
στον Κολωνό
Εκδ. Μανδραγόρας,
2017, Σελ 192
Τιμή: 13 ευρώ