Την προηγούμενη Παρασκευή στο πρωτοσέλιδο των «ΝΕΩΝ» παρουσιάστηκε ένα σημαντικό εύρημα για την ποιότητα της διακυβέρνησής μας: Με μέσο όρο εμπιστοσύνης των πολιτών στις κυβερνήσεις τους στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ το 42%, ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ελλάδα δεν ξεπερνάει το 13%.
Η έρευνα, που περιλαμβάνεται στο «Government at a Glance», δείχνει ότι η Ελλάδα σε κάποιους άλλους περισσότερο περιγραφικούς δείκτες διακυβέρνησης καταγράφει μεν μια υστέρηση έναντι των υπόλοιπων χωρών, αλλά σε καμία κατηγορία δεν παρατηρούνται τέτοιες αποκλίσεις όπως σ’ αυτήν που διερευνάται ο βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην κυβέρνηση. Γιατί, λοιπόν, ενώ η χώρα σε επίπεδο μακροοικονομικών δεικτών δείχνει να κερδίζει έδαφος, ολοένα και λιγότεροι Ελληνες εμπιστεύονται την κυβέρνηση;
Και τι ακριβώς σημαίνει «εμπιστεύομαι την κυβέρνηση»;
Η εμπιστοσύνη είναι μια έννοια-ομπρέλα: Εχει αναλυθεί, κατά καιρούς, από «μέσο υπαρξιακής ασφάλειας» (Giddens) και «μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου» μέχρι «μοχλός διασφάλισης της ευημερίας και της δημοκρατίας». Στην κλασική κοινωνιολογική διδασκαλία, η εμπιστοσύνη ορίζεται ως «προαπαιτούμενο της κοινωνικής αλληλεγγύης» (Durkheim) και «ως τρόπος κοινωνικής ενσωμάτωσης» (Simmel). Αλλά και από κοινωνικούς ψυχολόγους, η εμπιστοσύνη έχει αναλυθεί ως «μονομερής μεταφορά του ελέγχου σ’ ένα άλλο πρόσωπο» (Coleman). Η εννοιολόγηση της εμπιστοσύνης ως μέσου απομείωσης της κοινωνικής περιπλοκότητας είναι όμως εκείνη που μας βοηθάει περισσότερο να κατανοήσουμε την περίπτωσή μας. Η εμπιστοσύνη διευρύνει τα όρια του ανεκτού ρίσκου, λέει ο Luhmann, αφού «το να εμπιστευτείς κάποιον σημαίνει ότι αυτός δεν θα χρησιμοποιήσει αυτή την εμπιστοσύνη για ίδιον όφελος». Kαι επισημαίνει: «Η κατάχρηση της εμπιστοσύνης επί μακρόν θέτει το κοινωνικό σύστημα το ίδιο υπό αμφισβήτηση».
Θεωρώ ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ: Διέρρηξαν τη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες εκμεταλλευόμενοι την εμπιστοσύνη που μονομερώς (και μάλιστα, αφειδώς, αφού το 2015 η κυβέρνηση απέλαυε δυσθεώρητων ποσοστών εμπιστοσύνης που έφθαναν το 80%) τους έδειξαν οι πολίτες για ίδιον όφελος. Μάλιστα, η κλιμακούμενη απόρριψή τους συναρτάται με την ανικανότητά τους στη διακυβέρνηση (εξαχρείωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, απόλυτο «μπάχαλο» στη Δημόσια Διοίκηση, νεποτισμός, φαβοριτισμός και πρωτοφανής παρεμβατισμός σ’ όλα τα κοινωνικά και πολιτειακά υποσυστήματα). Ολα αυτά επικαθορίζουν την άθλια ποιότητα υπηρεσιών την οποία εισπράττουν οι πολίτες τόσο από το σύστημα υγείας όσο και από εκπαιδευτικό σύστημα, απέναντι στα οποία καταγράφονται πολύ μικρά ποσοστά εμπιστοσύνης εν σχέσει προς τα αντίστοιχα στις άλλες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ.
Παραμένει, ωστόσο, ένα ερώτημα: Προς τα πού θα κλίνει, τελικώς, ο κ. Τσίπρας; Εάν μας απαλλάξει το ταχύτερο από την άθλια κυβέρνησή του, ενδεχομένως να συγκρατήσει εκείνο το 13% που εξακολουθεί να τη στηρίζει. Εάν, όμως, παρασυρθεί από τις χίμαιρες της παλινόρθωσης, τότε όχι μόνο θα χάσει το 13%, αλλά θα θέσει το ίδιο το κοινωνικό σύστημα, στο σύνολό του, σε διακινδύνευση. Ελπίζω να κάνει το πρώτο, αν και φοβούμαι ότι έχει επιλέξει το δεύτερο.
Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης. Το νέο του βιβλίο «Διοικώντας (σ)την κρίση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σιδέρη