Εχει δημοσιευτεί πριν από τριάντα, ίσως και περισσότερα χρόνια, στα «ΝΕΑ» ή στο «Βήμα» (δεν μπορεί να τα θυμάται κανείς όλα) μια γελοιογραφία του Κώστα Μητρόπουλου που έδειχνε ένα βουνό σκαλισμένο με τη μορφή του Θεού κι έναν άνθρωπο οργισμένο πάνω του να φωνάζει: «Θεέ, πού είσαι;» (ο αλησμόνητος φίλος ποιητής και καθηγητής Θεολογίας Ματθαίος Μουντές είχε χαρακτηρίσει τη γελοιογραφία αυτή ως ένα πολυσέλιδο δοκίμιο θεολογικής εμβάθυνσης). Αν και ο παραλληλισμός φαίνεται μάλλον ιερόσυλος, θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει κανείς τη μορφή του Θεού με το αδιαμφισβήτητα καλλιτεχνικό μέγεθος του θεάτρου της Επιδαύρου, λέγοντας στους πολεμίους των καινοτόμων παραστάσεων που φιλοξενούνται στο θέατρο του Πολυκλείτου πως το ίδιο το θέατρο –όπως και η μορφή του Θεού –δεν παθαίνει το παραμικρό, δεν ζημιώνεται δηλαδή, όση πρωτοπορία κι αν υποχρεωθεί να δεχτεί στους κόλπους του.
Αλλωστε συχνά τις σύγχρονες, μοντέρνες ή μεταμοντέρνες παραστάσεις δεν παύει να τις έχει γεννήσει μια αντίδραση σε κάτι ακαδημαϊκό και κατεστημένο, ώστε να μπορούσε να τις παρομοιάσει κανείς με τους οργισμένους νέους μιας συντηρητικής κοινωνίας, που όσο κι αν δεν προοιωνίζονται κάτι σταθερά ελπιδοφόρο, συνιστούν το απαραίτητο οξυγόνο ώστε να αναπνεύσουμε, έστω για λίγο, έναν διαφορετικό αέρα. Οποιος μιλάει για καταστροφή στον χώρο της τέχνης, είναι σαν να αγνοεί την ύπαρξη της ποίησης που διυλίζει τα πάντα μέσα της, ώστε η σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, το συντηρητικό και το επαναστατικό, να συνιστά την προϋπόθεση για να παραμένει άθικτο το πραγματικό μέγεθος ενός μνημείου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το θέατρο της Επιδαύρου.
Ετσι, καθώς μας το δίνουν δυο ποιητές με τους στίχους τους, γράφοντας ο Αθως Δημουλάς «Η έκφραση του ωραίου θ’ αντηχεί / ακόμη κι έπειτ’ από τρεις χιλιάδες χρόνια» κι ο Βαγγέλης Χρόνης «Τα θερμά μάρμαρα της Επιδαύρου / ένα αυγουστιάτικο βραδινό / ζωντανεύουν αόρατα μαζί με τον θίασο / όλους εκείνους τους παλιούς θεατές / στις ίδιες πάντα θέσεις / να παρακολουθούν ίσως και το ίδιο έργο».