Ας πούμε ότι είναι η ηθική συνείδηση του κόμματος. Η τάση που υπενθυμίζει κάθε τόσο στην ηγεσία ότι εκτός από την καθημερινή διακυβέρνηση υπάρχει και η ιδεολογία. Η ομάδα που, παρά τις κατά καιρούς διασπάσεις της, εξακολουθεί να ασκεί σημαντική επιρροή γιατί παραπέμπει στις ρίζες. Εστω κι αν εκπροσωπείται στην κυβέρνηση από τον ρεαλιστή υπουργό Οικονομικών.
Η Ράνια Σβίγκου δεν είναι απλώς μέλος των 53+. Ως μέλος του Συνασπισμού από τα μαθητικά της ακόμη χρόνια, είναι κι ένα πραγματικό παιδί του κομματικού σωλήνα. Δεν είναι περίεργο έτσι που, αν και μόλις 34 ετών, διαπρέπει στην ξύλινη γλώσσα. Ας πάρουμε την επιμονή της να δικαιολογεί τις επιθέσεις της κυβέρνησης εναντίον των δικαστών με το επιχείρημα ότι και οι προηγούμενοι το ίδιο έκαναν. Ο Κεδίκογλου, λέει, δήλωνε ως κυβερνητικός εκπρόσωπος ότι «οι δικαστές δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους». Και λοιπόν; Νομιμοποιείται κατόπιν αυτού ο Κοντονής, εκ των 53+ συμπτωματικά κι αυτός, να πετάει κάθε μέρα και μερικά κοσμητικά επίθετα εναντίον της Δικαιοσύνης;
Ξύλινη και συντηρητική είναι η τοποθέτηση της εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ και για το νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι η «δημοκρατική συμμετοχή των φοιτητών στα όργανα» (και όχι η κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρύματος, που έδιωξε διακεκριμένες προσωπικότητες από τα πανεπιστήμια) και η επαναφορά του ακαδημαϊκού ασύλου (στο όνομα του οποίου γίνονται έκτροπα).
Το κεντρικό απόσπασμα, όμως, της χθεσινής συνέντευξής της Στο Κόκκινο 105,5 δεν είναι μόνο ξύλινο. Κι αν υπηρετεί σε γενικές γραμμές το κυβερνητικό αφήγημα για το «καινούργιο» και το «παλιό», πηγαίνει ένα βήμα παραπάνω. Σύμφωνα με τη Σβίγκου, αυτή τη στιγμή δίνεται στη χώρα μια μείζων ιδεολογική μάχη. Από τη μια πλευρά είναι αυτοί που υπερασπίζονται τη δημοκρατία. Κι από την άλλη, εκείνοι που έχουν μια ακροδεξιά αντιμετώπιση των πραγμάτων και θέλουν να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς αυταρχισμού.
«Η Νέα Δημοκρατία επιστρέφει στην ακροδεξιά στρατηγική, από την οποία δεν είχε ποτέ ουσιαστικά αποκοπεί» ισχυρίζεται η εκπρόσωπος. Επαναφέρει έτσι στην κεντρική πολιτική σκηνή τα συνθήματα των Αγανακτισμένων. Η χούντα «δεν τελείωσε το ’73», παραμονεύει πάντα μεταμφιεσμένη σε Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος ονειρεύεται να καταδιώξει και πάλι τους δημοκράτες –δηλαδή τους αριστερούς -, να ανοίξει ξανά τα ξερονήσια, να απαγορεύσει εκ νέου το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά ο λαός δεν θα τον αφήσει. Μπορεί να πικράθηκε από κάποια λάθη, μπορεί να δυσαρεστήθηκε από κάποιους συμβιβασμούς, αλλά εμπιστεύεται πάντα τον ΣΥΡΙΖΑ και περιμένει με αγωνία το νέο «συλλογικό πολιτικό του σχέδιο», με βάση το οποίο «θα αξιοποιηθούν επιθετικά όλες οι θετικές δυνατότητες που παρουσιάζονται».
Πόσους πείθουν αυτές οι ανοησίες; Ολο και λιγότερους. Ο στόχος, άλλωστε, δεν είναι πλέον αυτός. Είναι η επιστροφή στις ρίζες να γίνει συντεταγμένα. Η εξουσία θα χαθεί, ας διασωθεί τουλάχιστον η συνείδηση.